Α. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩ
Ἀπὸ τὸ μέσον τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας προεκτείνεται νοτιοανατολικά, πρὸς τὸ Αἰγαῖο Πέλαγος, ἡ παλαμοειδὴς χερσόνησος τῆς Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία, βόρεια, ὅπως εἶναι γνωστόν, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη μακεδονικὴ γῆ μὲ βαθὺ αὐλάκι, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν μυχὸ τοῦ Θερμαϊκοῦ κόλπου καὶ φθάνει μέχρι τὸ μυχὸ τοῦ Στρυμωνικοῦ. Νότια καὶ ἀνατολικὰ μορφώνεται σὲ τρεῖς στενόμακρες καὶ σχεδὸν παράλληλες γλῶσσες, ποὺ εἰσχωροῦν σὰν δάκτυλα βαθειὰ μέσα στὴ θάλασσα. Καθεμία ἀπὸ τὶς γλῶσσες αὐτὲς ἀπαντᾶ μὲ διάφορα ὀνόματα στοὺς ἀρχαίους καὶ μεταγενέστερους Ἕλληνες ἱστορικοὺς καὶ συγγραφεῖς. Περισσότερο συνηθισμένα ἀπὸ τὰ ὀνόματα αὐτὰ εἶναι γιὰ τὸ δυτικότερο δάκτυλο Φλέγρα, Παλλήνη καὶ Κασσάνδρα, γιὰ τὸ μεσαῖο Σιθωνία καὶ Λόγγος καὶ γιὰ τὸ ἀνατολικότερο Ἄθως, Ἀκτὴ καὶ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ θέση τῶν τριῶν αὐτῶν χερσονησίδων, ἡ μορφή τους, τὸ γόνιμο ἔδαφος καὶ τὸ πλούσιο ὑπέδαφός τους, τὸ κλίμα καὶ ἡ χλωρίδα τους, καθὼς καὶ ὁ πλοῦτος τῶν θαλασσῶν ποὺ τοὺς περιβάλλουν προσήλκυσαν ἐνωρὶς τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν καὶ ἄλλων περιοχῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦρθαν καὶ κατοίκησαν ἐκεῖ.
Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στενὴ λωρίδα γῆς ποὺ χωρίζει τὸν κόλπο τῆς Ἱερισσοῦ ἀπὸ τὸ Σιγγιτικό. Τὸ μῆκος της φθάνει τὰ 60 σχεδὸν χιλιόμετρα καὶ τὸ πλάτος της κυμαίνεται μεταξὺ 8 καὶ 12. Τὸ συνολικὸ ἐμβαδόν της πλησιάζει τὰ 385 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα. Ἡ ὀρεινὴ φυσιογνωμία τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου φανερώνεται ἀμέσως μετὰ τὸν ἰσθμό, ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει μία μικρὴ ἔξαρση τοῦ ἐδάφους, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι τῆς Μεγάλης Βίγλας. Ἡ τελευταία ἔχει ὑψόμετρο γύρω στὰ 90 μέτρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καὶ ἀποτελεῖ σήμερα κατὰ τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα τὰ πολιτικὰ σύνορα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας.
Στὴ συνέχεια τὸ ἔδαφος ὑψώνεται ἀκόμη περισσότερο καὶ ἔτσι ἐλαφρὰ ὑψωμένο συνεχίζεται πλέον σὰν μία ὁμαλὴ ράχη σὲ μῆκος 22 περίπου χιλιομέτρων. Εἶναι ὁ λεγόμενος Μέγας Ζυγός, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τὴν εἰκόνα μιᾶς ὁμαλῆς σχεδὸν καὶ κατάφυτης λοφοσειρᾶς ποὺ φθάνει μέχρι τὸ στένωμα ποὺ ὁρίζουν οἱ ὁρμίσκοι Βατοπαιδίου καὶ Κωνσταμονίτου. Ἀπὸ τὸ στένωμα αὐτὸ ἡ χερσόνησος γίνεται πλέον ὀρεινὴ καὶ δύσβατη. Τὰ δασοσκεπασμένα βουνὰ ποὺ ἀκολουθοῦν καταλήγουν σὲ πολλὲς καὶ δυσπρόσιτες κορυφές, ὕψους 500 καὶ πλέον μέτρων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξέχουν δυό: Τοῦ Κρειοβουνίου καὶ τῆς Τσούκας. Ἀκολουθεῖ ὁ κύριος ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Ἄθω ποὺ μορφώνεται σὲ γυμνές, ἀνώνυμες συνήθως, βουνοκορφές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑψόμετρο ἑὼς καὶ 1000 μέτρα καὶ χωρίζονται μεταξὺ τοὺς μὲ βαθειὰ φαράγγια, ἀπότομες πλαγιὲς καὶ τρομακτικὲς χαράδρες. Μακρύτερα ἀπὸ τὶς βουνοκορφὲς αὐτές, στὸ ἄκρο περίπου τῆς χερσονήσου, ὑψώνεται ἀπότομα μόνη ἡ, συνήθως κατάλευκη ἀπὸ τὰ χιόνια ὀξύτατη κορυφὴ τοῦ πυραμιδόμορφου Ἄθω, ἡ ὁποία ἄλλοτε χάνεται στὴν πυκνὴ ὁμίχλη καὶ ἄλλοτε λογχίζει τὸν καταγάλανο ἑλληνικὸ οὐρανὸ στὸ θαυμαστὸ ὕψος τῶν 2.033 μ.
Σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν εἰδικῶν ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως καὶ τῆς Χαλκιδικῆς, σχηματίσθηκε κατὰ τοὺς νεότερους γεωλογικοὺς χρόνους. Προηγήθηκαν ἐδαφικὲς διαρρήξεις καὶ καταβυθίσεις τμημάτων τους καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς καὶ ἀκολούθησαν ἀνοδικὲς καὶ καθοδικὲς κινήσεις τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θάλασσας. Ἔτσι, μὲ τὶς τεκτονικὲς αὐτὲς ἀλλαγὲς ἐπῆλθε στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω, ὅπως καὶ στὶς ἄλλες σεισμογενεῖς περιοχὲς τῆς Νότιας Μακεδονίας, μιὰ νέα τοπογραφικὴ διαμόρφωση, τῆς ὁποίας, ὅπως παρατηρήθηκε, τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ εἶναι οἱ ἀπότομες βουνοπλαγιές, οἱ ἀπόκρημνοι βράχοι, οἱ ἀβαθεῖς καὶ στενὲς κοῖτες τῶν χειμάρρων καὶ ἡ ἀνώμαλη καὶ αἰχμηρὴ περίμετρος τοῦ ὄρους Ἄθω. Τὸ ὑπέδαφος τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου θεωρεῖται ἰδιαίτερα πλούσιο σὲ παλαιὰ ἐκρηξιγενῆ καὶ ἄλλα πετρώματα, ποὺ βρίσκονται σὲ διάφορες περιοχές. Σὲ ἄλλες τοποθεσίες ὑπάρχουν οἱ πράσινοι ἢ οἱ γνεύσιοι σχιστόλιθοι καὶ σὲ ἄλλες οἱ χλωρίτικοι ἢ οἱ μαρμαρυγιακοί. Εἰδικότερα τὸ βόρειο τμῆμα τῆς περιοχῆς τοῦ Χελανδαρίου, τὸ νοτιοανατολικότερο ἄκρο τῆς κορυφῆς τοῦ Ὄρους καὶ τὸ νότιο ἄκρο τῆς χερσονήσου ἀποτελοῦνται ἀπὸ λευκοὺς καὶ σχεδὸν χωρὶς στρώσεις ἀνθεκτικοὺς κρυσταλλικοὺς ἀσβεστόλιθους, τὰ γνωστὰ μάρμαρα. Οἱ στρώσεις τῶν πετρωμάτων αὐτῶν, ὅπου ὑπάρχουν, εἶναι κάθετες πρὸς τὸν ἐπιμήκη ἄξονα τῆς χερσονήσου. Μεταξὺ τῶν μαρμάρων καὶ τῶν σχιστῶν ὑπάρχει μία σειρὰ ἀπὸ ὑδροφόρες φλέβες ποὺ τροφοδοτοῦν διάφορες πηγές, μικρὲς ἢ μεγάλες, οἱ ὁποῖες παρέχουν ἄφθονο καὶ δροσερὸ νερὸ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου. Σημαντικὲς ἀκόμη εἶναι οἱ παροχὲς ποὺ γίνονται ἀπὸ τὶς ὑπόγειες δεξαμενές, τὶς ὑδαταποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἰδιαίτερα εὐνοοῦν τόσο ἡ φυσικὴ ἐπικάλυψη τοῦ ἐδάφους μὲ πυκνὰ δάση, ὅσο καὶ τὰ ὑπόγεια σκληρὰ πετρώματα. Τὰ πρῶτα συγκρατοῦν, ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὰ δεύτερα δὲν ἐπιτρέπουν τὴ διαφυγή τους σὲ μεγάλα βάθη. Τὴν ἔλλειψη ποταμῶν ἀποδίδουν οἱ εἰδικοὶ στὸν ὀρεινὸ χαρακτήρα τοῦ τοπίου. Ἀντίθετα οἱ χείμαρροι τοῦ Ὄρους καὶ τῆς περιοχῆς του εἶναι ἀρκετοί, τὰ νερά τους, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ τὰ χιόνια ποὺ λιώνουν, ρέουν πολλὲς φορὲς ὁρμητικὰ καὶ προξενοῦν μεγάλες καταστροφές.
Ἡ Ἀθωνικὴ χερσόνησος ἔχει κλίμα μεσογειακοῦ τύπου. Τὸ χειμώνα, ποὺ εἶναι ἤπιος στὶς χαμηλότερες ζῶνες πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ παγερὸς στὶς ψηλότερες, οἱ βροχοπτώσεις φτάνουν στὸ «μέγιστον». Τὸ θέρος εἶναι σχετικὰ ξηρό.
Οἱ κλιματολογικὲς αὐτὲς συνθῆκες εἶναι φυσικὸ νὰ ἀλλάζουν στὶς ὀροσειρὲς καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθω, ὅπου ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου ὕψους ὑπάρχουν χιόνια μέχρι καὶ τὸ τέλος Ἀπριλίου ἢ ἀκόμη καὶ στὶς ἀρχὲς Μαΐου. Στὴ διαμόρφωση αὐτὴ τοῦ κλίματος βασικὸ ρόλο παίζουν δυὸ παράγοντες: Ἡ θάλασσα ποὺ περιβάλλει τὴ γλωσσόμορφη χερσόνησο τοῦ Ἄθω καὶ ὁ ἰδιότυπος κεντρικὸς κορμὸς τοῦ Ὄρους μὲ τὴ θεόρατη βελοειδὴ κορυφή του. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὴν ὀρθὴ παρατήρηση τοῦ W. Rauh οἱ βόρειοι καὶ βορειοανατολικοὶ ἄνεμοι προσκρούουν στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ Ὄρους, ἀναπτύσσονται πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ πέφτουν στὴν ἀνάγλυφη ἐπιφάνεια τῆς χερσονήσου μὲ τεράστια σφοδρότητα σὰν καταβατικοὶ ἄνεμοι.
Κατὰ τὴν κάθοδό τους ἐκχέονται πρὸς τὶς χαμηλότερες κορυφές, τὶς κοιλάδες, τὶς πλαγιὲς καὶ τὶς χαράδρες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατόπιν ἀποκτοῦν πορεία ἀνάλογη μὲ τὶς ἐδαφικὲς ἐξάρσεις καὶ κοιλότητες. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδίδονται καὶ οἱ μικροδιαφορὲς στὴν κατεύθυνση τοῦ ἀνέμου ποὺ παρατηροῦνται κατὰ τόπους.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια φυσιογνωμικὰ στοιχεῖα τῶν Ἀθωνικῶν ἐκτάσεων εἶναι ἡ πλουσιώτατη καὶ ἰδιάζουσα βλάστησή τους. Τὰ 98% περίπου τῆς ἐπιφάνειας τῆς χερσονήσου καλύπτουν δένδρα, θάμνοι, ἡμίθαμνοι καὶ ποώδη φυτά. Ἡ ἀφθονία τῶν δασῶν καὶ τῶν θάμνων καὶ ἡ ποικιλία τῆς χλωρίδας συνθέτουν ἕνα σπάνιο χαλὶ ἀπὸ πράσινο ποὺ ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες χαρακτήρισε τὴν περιοχὴ σὰν βοτανικὸ παράδεισο.
Ἡ πλούσια αὐτὴ βλάστηση παρουσιάζει ζωνοειδὴ διάρθρωση. Ἀπὸ τὴν παραλία δηλαδή, ἕως τὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθω, ἡ περιοχὴ χωρίζεται σὲ πέντε ζῶνες: στὴν παραλιακή, στὴ ζώνη ποὺ εὐδοκιμοῦν τὰ σκληρόφυλλα καὶ ἀείφυλλα, στὴ ζώνη ποὺ φύονται τὰ ξυλώδη φυτά, στὴν κύρια δασικὴ ζώνη, ποὺ ἀναπτύσσονται φυλλοβόλα καὶ πλατύφυλλα, καθὼς καὶ βελονοειδῆ κωνοφόρα δέντρα καὶ στὴν ἀλπικὴ ζώνη.
Στὶς δασώδεις περιοχὲς ἀπαντοῦν κατὰ ζῶνες καστανιές, ὀξυές, ἔλατα, πεῦκα, πρίνοι, καὶ ἄλλα ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα δένδρα. Στὶς ἄλλες περιοχὲς οἱ μέχρι σήμερα γνωστὲς φυτικὲς μορφὲς ὑπερβαίνουν τὰ 1.118 εἴδη, τὰ 90 ὑποείδη καὶ τὶς 194 ποικιλίες ποὺ ἀνήκουν συνολικὰ σὲ 503 γένη καὶ 96 οἰκογένειες. Ἡ ἀπέραντη αὐτὴ θάλασσα πρασίνου διακοσμημένη ἰδίως τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο μὲ τὰ πολύχρωμα ἄνθη τῶν φυτῶν καὶ τῶν δένδρων καὶ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοὺς συναρπάζουν τὸ θεατὴ καὶ τοῦ δημιουργοῦν ἀνέκφραστη αἰσθητικὴ ἀπόλαυση.
Ἡ καταπληκτικὴ αὐτὴ ποικιλία τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν ὀφείλεται κατὰ τοὺς εἰδικοὺς σὲ πολλοὺς λόγους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους σπουδαιότεροι εἶναι, ἡ γεωγραφικὴ θέση τῆς χερσονήσου, ἡ προέκτασή της βαθειὰ μέσα στὴ θάλασσα, τὸ ὀρεινὸ ἔδαφός της, τὸ μεγάλο ὕψος τοῦ Ὄρους, οἱ εὐνοϊκοὶ κλιματικοὶ καὶ ἐδαφικοὶ παράγοντες τῆς περιοχῆς καὶ ἡ ἀπουσία κοπαδιῶν ἀπὸ αὐτήν.
Β. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
9ος αἰὼν π.Χ. Μυθικὴ ἐποχή.
8ος – 7ος αἰών. Ἐγκαταστάθηκαν Θράκες στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο.
6ος αἰών. Ἦλθαν Ἕλληνες στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω καὶ τὴν ἐξελλήνισαν.
5ος – 2ος αἰών. Οἱ 6 – 7 πόλεις τῆς χερσονήσου ἦταν ἀποικίες ἑλληνικῶν κρατιδίων καὶ εἶχαν αὐτονομία.
493, Καταστράφηκε στὴν Ἀθωνικὴ ἀκτὴ ὁ στόλος τοῦ Πέρση στρατηγοῦ Μαρδόνιου.
481, Ὁ Ξέρξης ἄνοιξε τὴ διώρυγα κοντὰ στὸ σημερινὸ Πρόβλακα.
468, Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἄθω περιῆλθε στὴν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων.
324 – 337 μ.Χ., Ὅλη ἡ Μακεδονία καὶ ὁ Ἄθως ἐντάχθηκε στὸ Ἰλλυρικό, καὶ τὸ 379 στὸ Ἀνατολικὸ Ἰλλυρικό.
412, Προσαρτήθηκε πρόσκαιρα (καὶ ἀπὸ τὸ 716-744 ὁριστικὰ) στὸν ἐπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
5ος αἰών. Διαδόθηκε ἡ μοναχικὴ ζωὴ στὸν Ἄθω.
842, Μοναχοὶ τοῦ Ἄθω παραβρέθηκαν στὴ Σύνοδο τῆς Βασιλεύουσας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων.
9ος αἰών. Παραδόσεις «μεταβάσεως» στὸν Ἄθω πολλῶν εἰκόνων μὲ ἀφορμὴ τοὺς εἰκονομάχους.
874, Χρυσόβουλλο Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνος ἀναφέρεται στὸ μοναχισμὸ τῆς χερσονήσου τῆς Χαλκιδικῆς.
9ος – 10ος αἰών. Ἔζησαν στὴ χερσόνησο Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης καὶ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης.
934, Ἡ καθέδρα τῶν Γερόντων (τὸ μοναχικὸν κέντρον τοῦ Ἄθω) ὀνομάζεται «ἀρχαία».
963, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Μ. Λαύρας ἀπὸ τὸν Τραπεζούντιο μοναχὸ Ἀθανάσιο.
972, Συντάχθηκε τὸ πρῶτο Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Ἰωάννου τοῦ Τσιμισκῆ).
980, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Ἰβήρων.
10ος – 11ος αἰών. Ἱδρύθηκαν οἱ μονὲς Ξηροποτάμου, Βατοπεδίου, Ξενοφῶντος, Ἀμαλφινῶν, Ζωγράφου, Κωνσταμονίτου, Καρακάλλου, Φιλοθέου καὶ Κουτλουμουσίου.
1045, ὁ Ἄθως ὀνομάζεται «Ἅγιον Ὄρος» σὲ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ´ τοῦ Μονομάχου.
1046, Συντάχθηκε τὸ Β΄ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1050 περίπου, οἱ μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους φθάνουν τὶς 125.
1080 – 1120, Διακόσιες οἰκογένειες ἔφθασαν στὸν Ἄθω καὶ τάραξαν τοὺς μοναχοὺς κατοίκους του.
1198, Ἀνυψώθηκε σὲ μονὴ τὸ μονύδριο τοῦ Χελανδαρίου ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Σερβίας Στέφανο καὶ τὸ γιό του Ράσκο.
13ος αἰών. Ἔγιναν ἁρπαγὲς στὸν Ἄθω ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς σταυροφόρους τῆς Δ´ Σταυροφορίας. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου τοῦ Γ´ ὁ Ἄθως ὀνομάζεται «Τόπος Ἅγιος», Οἶκος Κυρίου» καὶ «οὐράνιος πύλη».
1307 -1309, Καταστράφηκαν πολλὲς ἁγιορείτικες μονὲς ἀπὸ τυχοδιῶκτες -μισθοφόρους Καταλάνους.
14ος αἰών. Ὁ Ἄθως παρουσίασε πνευματικὴ ἀκμή. Ἱδρύθηκαν οἱ μονὲς Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας, Παντοκράτορος καὶ Ἁγ. Παύλου, ἀναπτύχθηκε τὸ κίνημα τῶν Ἡσυχαστῶν καὶ ἱστορήθηκαν πλὴν τοῦ Πρωτάτου καὶ τὰ καθολικὰ τῶν μονῶν Χελανδαρίου, Βατοπεδίου, κ.ἄ. σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς λεγόμενης Μακεδονικῆς Σχολῆς.
1394, Συντάχθηκε τὸ Γ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Τυπικὸ τοῦ Ἀντωνίου).
1406, Μὲ χρυσόβουλλο Μανουὴλ Β´ τοῦ Παλαιολόγου (Δ´ Τυπικό) ἀναγνωρίσθηκε στοὺς μοναχοὺς τὸ δικαίωμα νομῆς ἀκινήτου καὶ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος.
1430, 1453, Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἐξασφάλισαν προνόμια ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητές.
1453 -1913, Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό.
1533, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Σταυρονικῆτα.
16ος αἰώνας, Ἱστορήθηκαν σύμφωνα μὲ τὴν τεχνοτροπία τῆς λεγόμενης Κρητικῆς Σχολῆς ἡ Τράπεζα τῆς Μ. Λαύρας καὶ τὸ καθολικό της, ἡ Μολυβοκκλησιά, τὰ Καθολικὰ τῶν μονῶν Κουτλουμουσίου, Σταυρονικῆτα, Διονυσίου, Δοχειαρίου, Τράπεζες μονῶν καὶ παρεκκλήσια μονῶν κ.ἄ.
1575, Συντάχθηκε τὸ Ε´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
17ος αἰών. Φτώχεια καὶ ἀμάθεια μάστιζε τοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχούς. Ἱδρύθηκε ἡ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ μετατράπηκαν τὰ ἁγιορειτικὰ κοινοβιακὰ μοναστήρια σὲ ἰδιόρρυθμα.
1700 -1750, Ἱδρύθηκαν οἱ σκῆτες Καυσοκαλυβίων, Τιμίου Προδρόμου, Ἁγίου Δημητρίου (Βατοπεδίου), Νέα ἡ τοῦ Πύργου, Ἁγίου Δημητρίου (Ἁγ. Παύλου), Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ Ἁγίου Παντελεήμονος.
1720 -1730, Ἔδρασε στὶς Καρυὲς ὁ ζωγράφος καὶ ἱστοριογράφος Διονύσιος ἀπὸ τὸν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων.
1743, Ἱδρύθηκε ἡ Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία κοντὰ στὴ μονὴ Βατοπεδίου.
1755, Λειτούργησε στὴ μονὴ Μ. Λαύρας τυπογραφεῖο γιὰ δυὸ γενιές.
1750-1800, Ταράχτηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων.
1782, Συντάχθηκε τὸ ΣΤ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1784-1818, Ἑπτὰ ἁγιορείτικες ἰδιόρρυθμες μονὲς μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
1810, Συντάχθηκε τὸ Ζ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγ. Ὄρους (Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´). Καθιερώθηκε ἡ Ἱερὰ Κοινότητα.
1821-1830, Εἴσοδος καὶ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος τουρκικοῦ στρατοῦ.
1839-1850, Τέσσερεις ἁγιορείτικες ἰδιόρρυθμες μονὲς μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
1842, Ἱδρύθηκε ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ στὶς Καρυές.
1850-1900, Ἀνακαινίσθηκαν πολλὰ ἁγιορείτικα κτήρια καὶ κτίσθηκαν νέα.
1912, Νοεμβρίου 2. Μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου κατέλαβε τὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω.
1923, Ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάνης ἀναγνώρισε τὴν ἑλληνικὴ κυριαρχία σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος.
1924, Συντάχθηκε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1963, Ἑορτάσθηκε ἡ Χιλιετηρίδα τοῦ ὀργανωμένου ἀθωνικοῦ μοναχικοῦ βίου στὶς Καρυές, Θεσ/νίκη καὶ Ἀθήνα.
1971-1982, Πέντε ἰδιόρρυθμες μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
Γ. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
1. Μυθικὴ καὶ προχριστιανικὴ περίοδος
Ὁ Ἄθως, ὄρος μεγαλειῶδες καὶ ἐπιβλητικὸ ἢ πὼς λέγει ὁ Ἡρόδοτος «ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστὸν ἐς θάλασσαν κατῆκον», ἀνέκαθεν προκαλοῦσε τὸν ἰδιαίτερο θαυμασμὸ στοὺς ἐπισκέπτες του, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ὕμνησαν κατὰ καιροὺς μὲ διάφορα μέσα καὶ ποικίλους τρόπους. Τὰ προϊόντα αὐτὰ τῆς γραφίδας, τοῦ χρωστήρα, τῆς σμίλης, τῆς βελόνας καὶ τῶν ἄλλων ὀργάνων συνθέτουν σήμερα μιὰ πλουσιότατη παραγωγή, ἕναν ἄλλο ὄγκο πνευματικό, τὸν ὁποῖον, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀποτελοῦν εὐφυέστατοι μύθοι καὶ θρύλοι, συναρπαστικὲς παραδόσεις καὶ περιγραφές, ἐνθουσιαστικὰ ποιήματα καὶ ἐξαίρετα γραπτά, ἢ γλυπτὰ ἢ ἄλλα καλλιτεχνικὰ ἔργα. Ἀπὸ τοὺς πλούσιους αὐτοὺς πνευματικοὺς καρποὺς ποὺ ἀναφέρονται στὸ «χερσονοειδὲς Ὄρος» περιοριζόμαστε στὴν παράγραφο αὐτὴ σ᾿ ἐκείνους μόνο ποὺ ἐντάσσονται στὴ μυθικὴ καὶ προχριστιανικὴ περίοδο.
Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ μύθο ὁ Ἄθως ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν ὁμώνυμο Θρακιώτη γίγαντα, πού, ἀντιμέτωπος κάποτε τοῦ Ποσειδώνα, προσπάθησε νὰ τοῦ ἐκσφενδονήσει «ὡς κοῦφον λίθον» ἕνα ὁλόκληρο βουνό. Ξέφυγε ὅμως ἀπὸ τὰ χέρια του ὁ πέτρινος αὐτὸς ὄγκος καὶ σφηνώθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου ἀκίνητος πλέον παρέμεινε ἔκτοτε.
Κατ᾿ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ ἴδιου μύθου δράστης ἦταν ὁ Ποσειδώνας, ὁ ὁποῖος ἔριξε ἐναντίον τοῦ Ἄθω τὴ θεόρατη πέτρα καὶ μ᾿ αὐτὴ καταπλάκωσε τὸν ἀντιρρησία γίγαντα. Ἄλλος μύθος μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ποσειδώνας εἶχε ἕνα γιὸ ποὺ τὸν ὀνόμαζαν Ἄθω καὶ ὅτι ἀπὸ ἐκεῖνον πῆρε τὸ ὄνομά του τὸ Ὄρος. Τὴ φήμη τοῦ Ἄθω κατὰ τὴ μυθικὴ ἐκείνη ἐποχὴ φανερώνει καὶ ἡ μνεία ποὺ κάνει ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα, ὅταν παρουσιάζει τὴν Ἀθηνᾶ νὰ πηγαίνει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὴ Λῆμνο. Ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο ἔχουμε τὴν πληροφορία ὅτι στὴν ψηλότερη κορυφὴ τοῦ Ἄθω ὑπῆρχε ἱερὸ τοῦ Δία μὲ ἀνδριάντα του, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα λεξικογράφο Ἡσύχιο τὸν Ἀλεξανδρέα δὲν γνώρισε ποτὲ βροχὴ γιατὶ βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα! Γιὰ νὰ δηλώσει μάλιστα τὸ μεγάλο ὕψος τοῦ Ὄρους ὁ Στράβων λέγει ὅτι «οἱ τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθω οἰκοῦντες ὀρῶσιν τὸν ἥλιον πρὸ τριῶν ὡρῶν ἀνατέλλοντα τῆς ἐν παραλία ἀνατολῆς». Καὶ ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ρόδιος λέγει ὅτι κατὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου ἡ σκιὰ τοῦ Ἄθω ἔπεφτε ἀνατολικὰ καὶ ἔφθανε ἕως τὴ Λῆμνο, ὅπου κάλυπτε ἕνα ἄγαλμα ἀγελάδας ποὺ βρισκόταν στὴν πλατεία τῆς πόλεως.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ παροιμία «Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός» ποὺ ἀναφέρει ὁ Σοφοκλῆς.
Χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ δηλώσουν μεγάλο ὕψος.
Κατὰ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἕλληνες ποὺ κατεύθυναν τὰ πλοῖα τους πρὸς τὸν Ἑλλήσποντο παρέπλευσαν τὸ δασόφυτο Ἄθω χωρὶς νὰ τὸν προσεγγίσουν ἀπὸ φόβο μήπως προσκρούσουν στὶς ἀπότομες ἀκτές του.
Κάτω ἀπὸ τὰ μυθικὰ αὐτὰ στοιχεῖα θὰ μποροῦσε, ἴσως, νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν αἰώνια καὶ ἀσταμάτητη πάλη τοῦ ἀφρισμένου πελάγους καὶ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου μὲ τὸν ἀκατάλυτο καὶ ἀκλόνητο Ἄθωνικό βράχο, ποὺ αἰῶνες τώρα καρτερικὰ ἀντιστέκεται στὶς ἀγριότητες τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ στὶς ἐφήμερες ἀλαζονικὲς ἐπιθέσεις τῶν ἀνθρώπων.
Στα μανιασμένα νερὰ αὐτῆς τῆς θάλασσας ποὺ ἀνελέητα ξεσποῦν ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια στὰ ἀπόκρημνα βράχια τοῦ Ἄθω, καταστράφηκε ὁ στόλος τοῦ Πέρση στρατηγοῦ Μαρδόνιου, τὸ 493 π.Χ., καθὼς μᾶς ἱστορεῖ ὁ Ἡρόδοτος. Δώδεκα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔτος 481 πλησιάζοντας πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ὁ μεγάλος βασιλιὰς τῶν Περσῶν Ξέρξης, θυμήθηκε τὸ πάθημα τοῦ στόλου τοῦ Μαρδονίου καὶ δίστασε νὰ περιπλεύσει τὸν Ἄθω.
Ἔδωσε λοιπὸν διαταγὴ κι ἔκοψαν τὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο στὴ βάση της καὶ συγκεκριμένα στὸ σημεῖο ποὺ κάνει ἕνα στενὸ λαιμό, τὸ γνωστὸ σήμερα Πρόβλακα, ὅπου καὶ τὸ καινούργιο χωριὸ Νέα Ρόδα. Ἀπὸ τὴ διώρυγα αὐτὴ πέρασε τὸ στόλο του ὁ ἀνατολίτης μονάρχης ἀπειλώντας παράλληλα τὴν πολυτάραχη θάλασσα καὶ τὸ δρὸς ποὺ αὐτὴ περιβρέχει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«Ἄθω δαιμόνιε οὐρανόμηκες, μὴ ποιεῖν ἐν ἐμοῖς ἔργοις… εἰ δὲ μή, τεμὼν ῥίψω σ᾿ εἰς θάλασσαν»!
Τὴν ἐντυπωσιακὴ μορφὴ τοῦ ὄρους Ἄθω θέλησε ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα νὰ ἐκμεταλλευτεῖ ἕνας ἀρχιτέκτονας, ὁ Στησικράτης, ἢ Διοκλῆς κατὰ τὸν Πλούταρχο ἢ Δεινοκράτης κατὰ τὸν Στράβωνα. Πρότεινε λοιπὸν στὸ Μέγα Ἀλέξανδρο ὁ καλλιτέχνης νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ λαξεύσει τὸ ὀρθόπαγον τοῦ Ἄθω, γιατὶ ἦταν τὸ πλέον κατάλληλο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα ὄρη, σὲ ἀδριάντα τοῦ μονάρχη, ὁ ὁποῖος στὸ δεξί του χέρι θὰ κρατοῦσε «πoταμὸν ρέοντα πρὸς τὴν θάλασσαν» καὶ στὸ ἀριστερό του «μυρίανδρον πόλιν».
Ἀρνήθηκε ὅμως ὁ νεαρὸς βασιλιὰς μία τέτοια ἀσύνετη πρόταση: «Ἄφες, τοῦ εἶπε, τὸ ὄρος ὡς ἔχει, ἀρκεῖ γὰρ ὅτι ἕτερος βασιλεὺς κατέλιπεν ἀΐδιον τὴν ἀλαζονείαν του διορρύξας αὐτό». Με τὰ λόγια αὐτὰ ὑπονοοῦσε προφανῶς τὸν Ξέρξη.
Οἱ παλαιότεροι κάτοικοι τῆς χερσονήσου πιθανὸν ἦταν Θράκες.
Ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι σταδιακὰ ἐξελλήνισαν τὴν περιοχή.
Ἱστορικοὶ καὶ Ἀρχαιολόγοι συμφωνοῦν σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων τοῦ Ἄθω. Διαφωνία ὑπάρχει μεταξύ τους γιὰ τὴ θέση τῶν πόλεων αὐτῶν. Ὁ Ἡρόδοτος μνημονεύει στὴ χερσόνησο ἕξη πόλεις: «Ἐν δὲ τῷ ἰσθμῷ τούτω, ἒς τελευτᾶ ὁ Ἄθως, Σάνη πόλις ἑλλὰς οἴκηται αἱ δὲ ἐκτὸς Σάνης ἔσω δὲ τοῦ Ἄθω οἰκημέναι εἰσὶν αἶδε, Δίον, Ὁλόφυξος, Ἀκρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί». Ὁ Σκύλαξ ἀναφέρει καὶ ἕβδομη, τὴν Χαράδριαν.
Ἡ Σάνη ἦταν ἀποικία τῶν Ἀνδρίων καὶ τοποθετεῖται νότια τῆς διώρυγας τοῦ Ξέρξη, ὅπου περίπου ἡ σημερινὴ Οὐρανούπολη. Τὸ Δίον ἦταν ἀποικία τῶν Ἐρετριέων, ἱδρύθηκε τὸν 7ον αἰῶνα π.Χ. καὶ τοποθετεῖται κοντὰ στὴ μονὴ Βατοπεδίου. Ἡ Ὁλόφυξος ποὺ ἦταν δεύτερη σὲ μέγεθος πόλη τῆς χερσονήσου, τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν μονῶν Χελανδαρίου καὶ Ἐσφιγμένου. Τὸ Ἀκρόθωον εἶχε κτισθῆ ἐκεῖ ὅπου εἶναι σήμερα ἡ Ῥουμανικὴ Σκήτη. Ὁ Λουκιανὸς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀκροθώου καθὼς ἱστορεῖται «μέχρι τριάκοντα καὶ ἑκατὸν ἐτῶν ζοῦν». Ἡ Θύσσος ἀποικία τῶν Χαλκιδέων, εἶχεν ἱδρυθῆ ἀνάμεσα στὶς μονὲς Ζωγράφου καὶ Δοχειαρίου καὶ εἰδικότερα κοντὰ στὸ σημερινὸ ἐπίνειο τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ἡ πόλη Κλεωναί, ἀποικία καὶ αὐτὴ τῶν Χαλκιδέων, ἱδρύθηκε στὴ θέση ὅπου εἶναι σήμερα ἡ μονὴ Ξηροποτάμου. Ἡ Χαράδρια μὲ πιθανότητες μόνο τοποθετεῖται στὴ θέση τῆς μονῆς Βατοπεδίου ἢ κατ᾿ ἄλλους κοντὰ στὴ Δάφνη. Φαίνεται ὅτι στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο ὑπῆρχαν ἀκόμη καὶ ἄλλες μικρότερες πολίχνες, τὶς ὁποῖες ὅμως δὲν μνημονεύουν οἱ γεωγράφοι καὶ ἱστορικοί.
Όλες οἱ κῶμες τοῦ Ἄθω εἶχαν αὐτονομία μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Φιλίππου, ὁπότε ὑποτάχθηκαν στὸ Μακεδονικὸ κράτος. Μετὰ δὲ τὴν κατὰ τοῦ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας νίκη τοῦ Παύλου Αἰμιλίου, τὸ ἔτος 168, ἡ περιοχὴ τοῦ Ὄρους περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Ῥωμαίων, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Μακεδονία. Λίγο ἀργότερα φαίνεται ὅτι οἱ πόλεις τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου περιέπεσαν σὲ παρακμὴ καὶ σταδιακὰ καταστράφηκαν καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους ποὺ ἔγιναν τότε μεταξὺ Μακεδόνων καὶ Ῥωμαίων καὶ ἀπὸ τὶς ἐναντίον τους βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ποὺ πραγματοποιήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
2. Παλαιοχριστιανικὴ καὶ πρώτη βυζαντινὴ περίοδος
Μὲ τὴ διαίρεση τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σὲ θέματα ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο (324-337) ἡ Ἀθωνικὴ χερσόνησος ἐντάχθηκε στὸ Ἰλλυρικό, ποὺ κι ἐκεῖνο ἀργότερα (379) χωρίστηκε, ὅπως εἶναι γνωστό, στὸ Ἀνατολικὸ καὶ στὸ Δυτικό. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἄθω βρέθηκε καὶ πάλι στὰ ὅρια τοῦ Ἀνατολικοῦ, τὸ ὁποῖο στὴν ἀρχὴ μὲν ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης, μετέπειτα ὅμως προσαρτίσθηκε τὸ 421 γιὰ λίγο διάστημα καὶ ὁριστικὰ πλέον ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (716-741)- στὸν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἤδη ὅμως κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ κάτοικοι τῆς χερσονήσου εἶχαν πλέον ὀλιγοστέψει ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς πολέμους καὶ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ ἡ παρουσία τους στὸν δημόσιο βίο ἦταν σχεδὸν ἀσήμαντη. Τοῦτο συμπεραίνεται καὶ ἀπὸ τὴ σιωπὴ τῶν ἱστορικῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη συγχρόνων μνημείων στὴν περιοχή. Ἔτσι πρὸς τὸ παρὸν τουλάχιστον σκότος καλύπτει τὰ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὸν 10ο μέχρι καὶ τὸν 7ο αἰῶνα. Ἄγνωστος εἰδικότερα παραμένει ὁ ἀκριβῆς χρόνος ποὺ διαδόθηκε στὸν Ἄθω ἡ νέα πίστη, καθὼς καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίστηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ διαδόθηκε ἐκεῖ ἡ μοναχικὴ ζωή. Οὔτε καὶ ἡ ἄλλη πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς περιοχῆς κατὰ τὴν ἴδια περίοδο εἶναι σήμερα γνωστή.
Τὸ δυσκολογεφύρωτο αὐτὸ χάσμα ποὺ παρουσιάζει ἡ ἱστορία τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχὴ μέχρι καὶ τὸ εἰκονομαχικὸ κίνημα ἔρχονται νὰ τὸ καλύψουν εὐσεβεῖς παραδόσεις καὶ εἰκασίες ποὺ περιέχονται σὲ διάφορα ἁγιορείτικα χειρόγραφα ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς. Πρόκειται γιὰ μερικὰ ἀνώνυμα ἢ ἐπώνυμα ἱστορήματα καὶ ἄλλα ἔγγραφα, ποὺ ἀναφέρονται στὰ Πάτρια τοῦ Ὄρους καὶ ποὺ γιὰ νὰ θεωρηθοῦν αὐθεντικὰ καὶ ἔγκυρα παρουσιάστηκαν πὼς προέρχονται τάχα ἀπὸ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τῆς Ἀθωνικῆς μοναστικῆς Πολιτείας, τὸ γνωστὸ Τράγο. Ἀπὸ τὶς πλούσιες αὐτὲς παραδόσεις ποὺ δὲν τεκμηριώνονται βέβαια ἱστορικὰ παραθέτουμε σύντομα τὶς πιὸ ἀξιόλογες:
Σὲ πολλοὺς ἁγιορειτικοὺς καὶ ἄλλους κώδικες διατηρεῖται παράδοση μὲ ποικίλες παραλλαγές, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σὰν συνοδός της περιέπλεαν τὸν Ἄθω λίγο χρόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πήγαιναν πρὸς τὴν Κύπρο γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ Λάζαρο. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ ἀναγκάστηκαν ν᾿ ἀποβιβασθοῦν στὸν δρόμο ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων.
Ἂν καὶ ὁ τόπος ἦταν «κατείδωλος», ὅμως ἡ Παναγία τὸν θαύμασε καὶ στὴ συνέχεια ζήτησε ἀπὸ τὸν Υἱόν της νὰ τῆς τὸν προσφέρει σὰν χάρη. Μετὰ δὲ ἀπὸ σχετικὴ προσευχὴ ἄκουσε φωνὴ νὰ τῆς λέγει: «Ἔστω ὁ τόπος οὗτος κλῆρος σὸς καὶ περιβόλαιον σὸν καὶ Παράδεισος, ἔτι δὲ καὶ λιμὴν σωτηρίας τῶν θελόντων σωθῆναι».
Ἀπὸ τότε ἡ θεία μορφή της ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο, ἡ ὁποία καὶ καθιερώθηκε ἔκτοτε σὰν «κλῆρος» καὶ «περιβόλι» δικό της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἄζυγους οἰκιστὲς τοῦ Ἄθω. Ἀργότερα, συνεχίζει ἡ ἴδια παράδοση, ἔφθασε στὸν τόπον ἐκεῖνον ὁ ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων Κλήμης (3ος αἰώνας), κήρυξε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἵδρυσε ὁμώνυμο ναΰδριο. Στὴν παράδοση αὐτὴ μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὰ πρῶτα στοιχεῖα ποὺ ἑρμηνεύουν τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν πρὸς τὴ Θεοτόκο.
Μία ἄλλη παράδοση λέγει ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος θέλησε νὰ κτίσει τὴν πρωτεύουσα τοῦ νέου κράτους του κοντὰ στὸν Ἀκάνθιο ἰσθμό. Ἐγκατέλειψε ὅμως τὸ σχέδιό του αὐτό, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση κάποιου ἐπισκόπου καὶ ἀνεχώρησε ἀφοῦ ἔκτισε τρεῖς ναοὺς στὶς θέσεις ποὺ βρίσκονται σήμερα τὸ Πρωτάτο καὶ οἱ μονὲς Ἰβήρων καὶ Βατοπεδίου.
Ἀντίθετα καὶ ἡ ἀρχικὴ μονὴ Βατοπεδίου, σύμφωνα μὲ μία ἄλλη παράδοση, θεωρεῖται κτίσμα τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα. Τὴν κατέστρεψε ὅμως ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης καὶ τὴν ἐπανέκτισε ἀργότερα ὁ Μέγας Θεοδόσιος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Ἐνῷ ἔπλεε ὁ γιός του, Ἀρκάδιος ἀπὸ τὴ Ῥώμη στὴν Κωνσταντινούπολη ναυάγησε στὶς ἀπότομες ἀκτὲς τοῦ Ἄθω. Δὲν πνίγηκε ὅμως χάρη στὴν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας. Θαυματουργικὰ μεταφέρθηκε στὴν παραλία, κοντὰ σ᾿ ἕνα βάτο, ὅπου καὶ τὸν βρῆκαν νὰ κοιμᾶται ἥσυχα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ ὀνομασία «Βατοπαίδιον».
Ἄλλες παραδόσεις ἐπίσης ἀποδίδουν στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Μέγα καὶ τὸ γιό του Κώνστα τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου (4ος αἰώνας) καὶ ἄλλες παρουσιάζουν τὴ Βασίλισσα Πουλχερία, τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀρκαδίου, ἀδελφὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ καὶ σύζυγον τοῦ Μαρκιανοῦ ὡς πρώτη κτιτόρισσα τῶν μονῶν Ξηροποτάμου καὶ Ἐσφιγμένου.
Διατηρεῖται ἀκόμη παράδοση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος (668-685) μετέφερε τοὺς κατοίκους τοῦ Ὄρους, τοὺς γνωστούς με τὸ ὄνομα Τζακωνίτες ἢ Τσάκωνες στὴν Πελοπόννησο καὶ παραχώρησε τὴ χερσόνησο στοὺς μοναχούς.
Ἂν καὶ οἱ παραπάνω εὐσεβεῖς παραδόσεις καὶ οἱ παρόμοιες πρὸς αὐτὲς δημιουργήθηκαν καθαρὰ γιὰ λόγους γοήτρου, ὅπως εὔκολα μπορεῖ νὰ καταλάβει κανείς, καὶ συνεπῶς δὲν ἀντέχουν σ᾿ ἕνα κριτικὸ ἔλεγχο, ἐν τούτοις στὸ σύνολο τοὺς νομίζουμε ὅτι καταλήγουν στὸ ἀκόλουθο ἀσφαλὲς συμπέρασμα: Ὅτι ἡ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω εἶχε συντελεστεῖ ἤδη κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) καὶ ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἐκεῖ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 5ου αἰῶνα.
Τὴν πρώτη θέση ἐνισχύουν οἱ παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ποὺ πρόσφατα ἀνακαλύφθηκαν στὴ γειτονικὴ Θάσο καὶ ἀνήκουν μία στὴν Κωνσταντίνεια ἐποχή, ἄλλες στὸν 5ο καὶ ἄλλες στὸν 6ο αἰῶνα. Ὁ ἴδιος ἀκόμη συσχετισμὸς μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μὲ τὶς μεγάλες παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς τῶν γειτονικῶν πόλεων τοῦ Ἄθω, δηλαδὴ τῶν Φιλίππων καὶ τῆς Θεσσαλονίκης (5ος καὶ 6ος αἰώνας), τῶν ὁποίων τὸ μέγεθος καὶ ἡ δόμηση φανερώνουν ἀνεπτυγμένο ὁπωσδήποτε χριστιανικὸ βίο. Ἐξάλλου στὶς πόλεις αὐτὲς δίδαξε, ὅπως εἶναι γνωστό, τὴ νέα πίστη ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, (Πράξ. 16, 10-40, 17, 1-9). Πῶς λοιπὸν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν εἶχε διαδοθεῖ ὁ χριστιανισμὸς στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο ἀπὸ τὸν 3ο ἤδη αἰῶνα ἢ καὶ παλαιότερα, ἀφοῦ στὶς γειτονικὲς τοῦ Ὄρους πόλεις τῶν Φιλίππων καὶ τῆς Θεσσαλονίκης εἶχε ἀκουσθεῖ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ ἱδρύθηκαν σ᾿ αὐτὲς τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰῶνα μεγαλοπρεπεῖς βασιλικές, ποὺ διατηροῦνται ὁλόκληρες ἡ τμηματικὰ μέχρι σήμερα καὶ ποὺ προϋποθέτουν παλαιότερη παράδοση καὶ ἀφοῦ ἀκόμη στὴν πιὸ κοντινὴ Θάσο ἀνακαλύφθηκε καὶ Κωνσταντίνεια βασιλική;
Τὴ δεύτερη θέση ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐξάπλωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐπικουρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν 5ο αἰῶνα παρουσιάζεται ὀργανωμένη ἡ μοναχικὴ ζωὴ στὴν ἐπίσης γειτονικὴ τοῦ Ὄρους Ἤπειρο. Ἀλλὰ καὶ στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω εἶχαν ἀρκετὰ ἀραιώσει οἱ κάτοικοι κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐπειδὴ εἶχαν καταστραφεῖ οἱ Ἀθωνικὲς πόλεις, ἄρα ὁ τόπος ἦταν τότε πρόσφορος γιὰ μία ἐρημικὴ ζωή. Ἡ ἐμφάνιση ἐπίσης καὶ ἡ ἐξάπλωση τῶν Ἀράβων στὶς ἀνατολικὲς καὶ τὶς νότιες χῶρες τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας διέλυσε πάμπολλα μοναστικὰ κέντρα ποὺ ὑπῆρχαν σ᾿ αὐτές, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνθηκαν οἱ μοναχοὶ καὶ ζήτησαν νέους τόπους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἄσκησή τους. Οἱ πολλὲς ἀκόμη παραδόσεις «περὶ μεταβάσεων» στὸν Ἄθω διαφόρων εἰκόνων, κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅπως π.χ. τῆς Πορταΐτισσας τῶν Ἰβήρων, τῆς Γλυκοφιλούσας τοῦ Φιλοθέου, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Κωνσταμονίτου καὶ ἄλλων, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸ μίσος τῶν εἰκονομάχων προϋποθέτουν ἀναπτυγμένη παράδοση δυὸ περίπου αἰώνων. Ἐὰν τὸ πράγμα ἔχει ἔτσι, ὅπως νομίζουμε, τότε φθάνουμε στὸν 5ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται ἡ πρώτη ἐξάπλωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο.
Γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη μοναχῶν στὸν Ἄθω μᾶς παρέχει ὁ Βυζαντινὸς ἱστορικὸς Ἰωσὴφ Γενέσιος (10ος αἰώνας). Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 843 ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων ἦταν καὶ Ἀθωνίτες μοναχοί.
Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχουν παλαιότερες μαρτυρίες γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ στὸν Ἄθω αὐτό, νομίζουμε, ὀφείλεται στὸ χαρακτήρα ποὺ εἶχε ὁ μοναχικὸς βίος ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 5ου ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα τότε, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ μοναχισμὸς ἦταν ἀκόμη ἀνοργάνωτος καὶ ἀσυστηματοποίητος, εἶχε δηλαδὴ ἐρημιτικὴ καὶ μάλιστα σπηλαιώδη μορφή.
Γιὰ τὴν περίοδο πάλι τῆς εἰκονομαχίας (726-780, 813-843) ἡ σιωπὴ ὀφείλεται στὴ φυγὴ τῶν μοναχῶν πρὸς τὴν ἔρημο καὶ στὴν προσπάθειά τους νὰ κρύβονται ἀπὸ τοὺς διῶκτες τοὺς εἰκονοκλάστες.
Στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα ἔδρασαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω δυὸ ἐξέχουσες μοναχικὲς μορφές: Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης καὶ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης. Οἱ προσωνυμίες «Ἀθωνίτης» καὶ «Θεσσαλονίκης» δόθηκαν σὲ μεταγενέστερες ἐποχές. Καὶ οἱ δυό, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, ἔζησαν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ διαφορετικοῦ τύπου. Ὁ Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, παλαιὸς ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε πενήντα τρία ὁλόκληρα χρόνια σ᾿ ἕνα σπήλαιο πρὸς τὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου (ἐρημιτικὸς βίος) ὁ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης ἵδρυσε λαύρα κοντὰ στὰ σημερινὰ Βραστὰ (κοινοτικὸς βίος).
Λίγες δεκαετίες ἀργότερα οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰσθμοῦ ἄρχισαν σταδιακὰ νὰ προχωροῦν στὰ ἐνδότερα τῆς χερσονήσου. Ἔκτισαν μικρὲς ξύλινες καλύβες γύρω ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο πέτρινο ναό, τὸ Κυριακό. Κάθε καλύβα στέγαζε μικρὸν ἀριθμὸ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ Γέροντα, προσώπου δηλαδὴ ποὺ διακρινόταν στὴν ἀρετή, στὴ σύνεση καὶ στὴ σοφία. Πολλὰ κελλιὰ καλύβες μαζὶ ποὺ ἦταν ἀνεξάρτητα μεταξύ τους ἀποτελοῦσαν τὴ λαύρα. Οἱ Γέροντες τῶν κελιῶν μιᾶς λαύρας συγκροτοῦσαν συνάξεις τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο κάτω ἀπὸ τὴν προεδρεία τοῦ «Πρώτου», στὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ «Πρῶτος» διοικοῦσε τοὺς μοναχοὺς τοῦ δικοῦ του κελλίου, ἐπόπτευε ὅμως παράλληλα καὶ προστάτευε καὶ τὰ ἄλλα κελιὰ τῆς περιοχῆς του.
Πρῶτες λαῦρες μνημονεύονται δυό· ἡ γνωστὴ καὶ ὡς μονὴ τοῦ Κλήμεντος ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ σημερινὴ μονὴ Ἰβήρων καὶ «ἡ ἐπὶ τοῦ Ζυγοῦ», δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ βρισκόταν στὴν ὁμαλὴ περιοχὴ ἀπὸ τὸν λαιμὸ τῆς χερσονήσου πρὸς τὸ μέσον της, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ σπουδαιότερη. Ἐκεῖ εἶχε διαμορφωθεῖ καὶ τὸ κέντρο τῶν μοναχῶν, ἡ γνωστὴ Καθέδρα τῶν Γερόντων, ἡ ὁποία ἤδη τὸ 934 σὲ χρυσόβουλλο Ῥωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ ὀνομάζεται «ἀρχαία», ἄρα πρέπει νὰ συγκροτήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα.
Ἔκτοτε οἱ μοναχοὶ εἰσχωροῦν σταδιακὰ πρὸς τὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου, ἱδρύουν λαῦρες καὶ λίγο ἀργότερα καὶ μονές, ὅπου συγκεντρώνονται πολυάριθμοι νέοι οἰκιστές.
Ἡ νέα αὐτὴ κατάσταση φαίνεται ὅτι ἀποδυνάμωσε τὴν Καθέδρα τῶν Γερόντων καὶ ὁ Πρῶτος μετέφερε τότε τὴν Ἕδρα του στὴν Μέση ποὺ ἦταν στὰ ἐνδότερα καὶ ποὺ ὀνομάστηκε ἀργότερα (11ος αἰώνας) Καρυὲς ἀπὸ τὰ πολλὰ καρυόδενδρα ποὺ ἀναπτύσσονται ἐκεῖ ὅπου ἵδρυσε νέα λαύρα. Σιγὰ σιγὰ ἡ ἐποπτεία τοῦ Πρώτου τῆς λαύρας τῶν Καρυῶν ἀναγνωρίσθηκε καὶ ἀπὸ τὶς διοικήσεις καὶ τῶν ἄλλων λαυρῶν. Ἔτσι ὁ Πρῶτος τῆς Λαύρας τῆς Μέσης Καρυῶν ἔγινε Πρῶτος ὁλόκληρης τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ ὁ τίτλος του αὐτὸς διατηρήθηκε μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα.
Στὸ μεταξὺ εἶχε εἰσαχθεῖ στὴν περιοχή του κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κολοβό, μαθητὴ τοῦ Εὐθυμίου τοῦ Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἵδρυσε μονὴ στὰ Σιδηροκαύσια κοντὰ στὴν σημερινὴ Ἱερισσό, κατόρθωσε νὰ ἐκδοθοῦν ὑπὲρ αὐτῆς ἐπίσημα ἔγγραφα, τὸ ἀρχαιότερο ἀπὸ αὐτὰ (872) ἀλλὰ μὴ σῳζόμενο σήμερα εἶναι ἕνα αὐτοκρατορικὸ χρυσόβουλλο τοῦ Βασιλείου τοῦ Α´ τοῦ Μακεδόνος (867-886), μὲ τὸ ὁποῖο οἱ μοναχοί της μονῆς ἀναγνωρίζονται κύριοι τῆς περιοχῆς καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις τῶν γειτόνων καὶ μάλιστα κληρικῶν.
Τὸ δεύτερο αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο εἶναι ἕνα χρυσόβουλλο τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα (874), ἀπὸ τὸ ὁποῖο παραθέτουμε παρακάτω σὲ μετάφραση τὰ ἀκόλουθα: «Γιὰ κείνους ποὺ προτιμοῦν τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ φροντίζουν νὰ παραμένουν μόνοι στὸ λεγόμενο Ὄρος Ἄθω μέσα σὲ εὐτελεῖς σκηνές, τὶς ὁποῖες οἱ ἴδιοι ἐτοποθέτησαν (ἔτσι), ὥστε νὰ μὴ συγχρωτίζονται καὶ νὰ μὴν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς πλησιέστερους κατοίκους, μὲ τοὺς ὁποίους γειτονεύουν, ἀλλὰ νὰ ἐκτελοῦν ἥσυχα καὶ ἀτάραχα τὶς σκέψεις τῶν λογισμῶν τους, Θεοσυνέργητος Βασιλεία μας θεώρησε δίκαιο, ὅπως μὲ τὸ παρὸν χρυσόβουλλον τοὺς ἐξασφαλίσει ἀθόρυβο καὶ ἀτάραχο βίο γιὰ νὰ εὔχονται ὑπὲρ τῆς γαληνότητός μας καὶ ὑπὲρ παντὸς συστήματος τῶν χριστιανῶν,… καὶ μὴ τοὺς ἐπηρεάσει κανείς… οὔτε νὰ εἰσέρχονται στὸν Ἄθω μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶναι ποιμένες μὲ τὰ ποίμνιά τους καὶ βουκόλοι μετὰ τὰ βουκόλιά τους …». Στὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν μνημονεύονται οὔτε «μοναστήρια» μὲ τὴ μεταγενέστερη ἔννοια οὔτε τό «Ἅγιον Ὄρος» ὡς ὄρος ἁγίων.
Μὲ μεταγενέστερο χρυσόβουλλο τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886 – 912) τιμωρήθηκαν μοναχοὶ τῆς μονῆς Κολοβοῦ γιατὶ ἔδειξαν ἁρπακτικὲς διαθέσεις. Ὁριακὲς ἐξ ἄλλου διαφορὲς μεταξὺ μοναχῶν καὶ κατοίκων τῆς περιοχῆς τῆς Ἱερισσοῦ ρυθμίστηκαν μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ζ´ τοῦ Πορφυρογέννητου (913 – 959).
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ φαίνεται ὅτι εἶχαν ἱδρυθεῖ καὶ διάφορα μονύδρια, ὅπως τοῦ Ξηροποτάμου, τῶν Ἰβήρων, τοῦ Ζωγράφου, κ.ἄ. Στὰ μονύδρια αὐτά, ποὺ ἐμφάνιζαν τὴ μορφὴ ἀναπτυγμένου κελιοῦ καὶ εἶχαν διοικητικὴ αὐτοτέλεια, ζοῦσαν 8-15 συνήθως μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς. Αὐτὰ τὰ μονύδρια διευρύνθηκαν ἀργότερα καὶ ἀποτέλεσαν τὶς ὁμώνυμες μονές, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ γίνει παρακάτω λόγος.
3. Κυρίως βυζαντινὴ περίοδος
Ἀποτελεσματική ὤθηση στὴν κοινοβιακὴ μορφὴ τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔδωσε μία ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ 10ου αἰῶνα, ὁ Τραπεζούντιος μοναχὸς Ἀθανάσιος, στὸν ὁποῖο ἀργότερα δόθηκε ἡ προσωνυμία Ἀθωνίτης. Ἂν καὶ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, ἐντούτοις μορφώθηκε μ᾿ ἐπιμέλεια καὶ ἀκολούθησε στὴν ἀρχὴ τὸ διδασκαλικὸ στάδιο.
Σύντομα ὅμως ἄλλαξε πρόγραμμα, ὕστερα ἀπὸ τὴ γνωριμία του μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Κύμινα τῆς Βιθυνίας Μιχαὴλ Μαλεΐνου. Κοντά του σὲ λίγο ἔγινε μοναχός, ἄλλαξε τὸ κοσμικό του ὄνομα Ἀβράμιος σὲ Ἀθανάσιος καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἄσκηση. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Μιχαήλ, στρατηγὸ τότε, Νικηφόρο Φωκᾶ, καὶ μετέπειτα αὐτοκράτορα (963-969), ὁ ὁποῖος τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει κι ἐκεῖνος μοναχός.
Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἀλλ᾿ εὐδόκιμη ἄσκηση οἱ συνάδελφοί του τὸν προώριζαν ὡς διάδοχό του γέροντα ἡγουμένου τους. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἐκλογή του κατέφυγε τὸ 959 στὸ Ζυγὸ τοῦ Ἄθω, ὅπου σὰν «κάποιος ἀγροῖκος» ὑπηρέτησε ἕναν ἁπλοϊκὸ γέροντα.
Στὸ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ποὺ εἶχε ἤδη φθάσει στὴν Κρήτη γιὰ νὰ καταδιώξει τοὺς πειρατές, μάταια τὸν ζητοῦσε παντοῦ. Μόλις λοιπὸν πληροφορήθηκε τὸν τόπο τῆς παραμονῆς του θερμὰ τὸν παρακάλεσε μὲ ἀπεσταλμένο του νὰ ἔλθει στὴν Μεγαλόνησο.
Ὁ Ἀθανάσιος δέχθηκε. Ἐπειδὴ μάλιστα θεωρήθηκε ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου κυρίευσε τὸν Χάνδακα ὁ στρατηγός, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καθὼς καὶ γιὰ ἄλλους ἀκόμη ὁ τελευταῖος ὄχι μόνο ἀνανέωσε τὴν ἐπιθυμία του στὸν ἀσκητὴ ἀλλὰ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κτίσει στὸν Ἄθω μεγάλη μονή, ὅπου κι ἐκεῖνος θὰ μόναζε μαζί του ἀργότερα.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ διαβεβαίωση ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ἀθανάσιος στὸν Ἄθω, ὅπου μὲ τὰ οἰκονομικὰ μέσα καὶ τὰ λάφυρα ποὺ τὸν ἐφοδίασε ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἄρχισε τὸ 963 παρὰ τοὺς ἐνδοιασμούς του, ἐπειδὴ ἀντιδροῦσαν πολλοὶ παλαιότεροι μοναχοὶ τοῦ Ἄθω νὰ ἱδρύσει μεγάλη μονὴ στὸ νοτιοανατολικὸ περίπου ἄκρο τῆς χερσονήσου.
Σὲ λίγο χρόνο ὅμως ὁ Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν οἰκοδόμηση τῆς μονῆς του καὶ νὰ ἐλέγξει προσωπικὰ τὸ φίλο του Νικηφόρο Φωκᾶ, γιατὶ ὁ τελευταῖος, αὐτοκράτορας πλέον τοῦ Βυζαντίου καὶ σύζυγος τῆς χήρας τοῦ προκατόχου του Ῥωμανοῦ τοῦ Β´, εἶχε ἀλλάξει προοπτικές. Ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὸν Ἀθανάσιο γιὰ συνάσκηση στὸν Ἄθω. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεισε καὶ πάλι τὸν ἀσκητὴ νὰ ἀποπερατώσει τὸ ἔργο του, γιὰ τὸ ὁποῖο πολλὰ πάλι τοῦ χορήγησε ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ταμεῖο. Παράλληλα τὸν βεβαίωσε ὅτι θὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ἐκεῖνος στὴ μοναχική του ζωὴ μόλις ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὶς πολύπλοκες διοικητικὲς περιπέτειές του.
Ἔτσι ὁλοκληρώθηκαν τὰ κτίσματα στὸν Ἄθω καὶ λειτούργησε τὸ ἵδρυμα ὡς μεγάλη κοινοβιακὴ λαύρα.
Μετὰ τὸ βίαιο θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα (969) ἀπὸ τὴν ἐπιπόλαιη σύζυγό του Θεοφανὼ καὶ τὸν ἀνεψιό του Ἰωάννη τὸν Τσιμισκῆ οἱ δυσαρεστημένοι Ἀθωνίτες μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς νεωτερισμοὺς τοῦ Ἀθανασίου ἔστειλαν ἀντιπροσώπους τὸν Πρῶτο τοῦ Ἄθω, Ἀθανάσιο καὶ τὸν Παῦλο τὸν Ξηροποταμηνὸ γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὸ νέο αὐτοκράτορα. Οἱ τελευταῖοι κατήγγειλαν μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸν Ἰωάννη τὸν Τσιμισκῆ ὅτι ὁ Ἀθανάσιος «οἰκοδομὰς ἀνήγειρε πολυτελεῖς καὶ ναοὺς καὶ λιμένας ἐνεούργησεν, ἐπιρροάς τε ὕδατων κατήγαγε καὶ ζεύγη βοῶν ὠνήσατο καὶ εἰς κόσμον ἤδη τὸ ὄρος μετεποίησεν…». Ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε στὸν Ἄθω τὸ 971 τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Στουδίου Εὐθύμιο γιὰ νὰ ἐξετάσει ἐπιτόπου τὰ πράγματα. Μετὰ τὴ σχετικὴ ἔρευνα συντάχθηκε στὶς Καρυὲς «κοινῇ γνώμῃ καὶ αἰτήσει καὶ θελήσει πάντων τῶν συνεδριάζοντων εὐλαβεστάτων μοναχῶν καὶ ἡγουμένων» τὸ πρῶτο τυπικὸ τοῦ Ὄρους, ποὺ ὀνομάσθηκε Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ (972) καὶ τὸ ὑπογράφουν 56 ἡγούμενοι καὶ γέροντες. Ὀνομάζεται καὶ Τράγος ἀπὸ τὸ αἴγειο δέρμα ποὺ εἶναι γραμμένο, ἔχει μῆκος τρία μέτρα, φυλάσσεται σήμερα στὸν Πύργο τοῦ Πρωτάτου καὶ περιβάλλεται ἀπὸ τὴν γνωστὴ ἱστορία τῆς ὑπογραφῆς του ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα.
Οἱ κυριότερες διατάξεις τοῦ πρώτου ἐκείνου Τυπικοῦ τοῦ Ὄρους ποὺ ἔθεσε τὶς βάσεις τοῦ ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα:
Ἡ διοίκηση τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου ἀνατέθηκε ἀπὸ κοινοῦ στὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους καὶ στὴν Ἱερὴ Σύναξη, ἡ ὁποία θὰ συνέρχεται στὴ Μέση μία φορὰ τὸ χρόνο, στὶς 15 Αὐγούστου. Ρυθμίστηκε ἡ εἰσαγωγὴ καὶ διαβίωση τοῦ μοναχοῦ σὲ μονή, καθὼς καὶ οἱ σχέσεις ἐξαρτηματικῶν μοναχῶν πρὸς τὴν κυρίαρχη μονή, οἱ ὁποίες φαίνεται εἶχαν κλονισθεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στὸν Ἄθω τῶν εὐνούχων, τῶν ἀγενείων, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐργατῶν καὶ οἰκοδόμων, ἀκόμη δὲ κοπαδιῶν καὶ βοδιῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ζευγάρι στὴ μονὴ Λαύρας «διὰ τὸ πολυάνθρωπον αὐτὴν εἶναι». Κατὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Πρώτου θὰ φυλάσσεται ὁπωσδήποτε ὁ τύπος ποὺ εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει. Ὁρίσθηκε ἀκόμη ἡ ἐνιαύσια ἀρχὴ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μέσης, ὡς ἐκτελεστικοῦ ὀργάνου, ποὺ θὰ λογοδοτεῖ στὴν κοινὴ Σύναξη κάθε Αὔγουστο.
Ἔτσι μὲ τὸ Τυπικὸ αὐτὸ ὁ Ἄθως ἀναγνωρίσθηκε ἀνεξάρτητη καὶ αὐτόνομη Πολιτεία, ἡ ὁποία περιλάμβανε κελιά, λαῦρες καὶ μονὲς (ἐρημική, κοινοτικὴ καὶ κοινοβιακὴ ζωή).
Στο μεταξὺ ὁ Ἀθανάσιος ἤδη ἀπὸ τὸ 970 εἶχε συντάξει τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς του μὲ βάση τοὺς ἀσκητικοὺς ὅρους τοῦ Μ. Βασιλείου. Στὸ Τυπικὸ αὐτὸ ὁρίζονται ἡ ἰσοβιότητα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ τρίχρονη δοκιμασία τῶν ὑποψηψίων μοναχῶν, εἰσάγεται ὁ θεσμὸς τῶν ἐξαρτηματικῶν κελλιωτῶν καὶ ρυθμίζονται οἱ λεπτομέρειες τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος. Στὸ ἴδιο κείμενο ἀπαντᾶ καὶ ἡ ὀνομασία Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὁποία ἐπικράτησε ἔκτοτε στὸ στόμα τοῦ λαοῦ καὶ στὰ ἔγγραφα καὶ τὴν ὁποία ἐπισημοποίησε ἀργότερα (1045) ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Θ´ ὁ Μονομάχος. Στὶς ἑπόμενες δεκαετίες αὐξήθηκαν πολὺ οἱ μοναχοὶ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, παράλληλα ἄρχισαν νὰ παρακμάζουν οἱ λαῦρες καὶ οἱ μονὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως π.χ. τοῦ Κολοβοῦ, κ.ἄ., οἱ ὁποῖες τελικὰ κατάντησαν μετόχια τῶν Ἀθωνικῶν μοναστηριῶν.
Ἡ μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου ἱδρύθηκε στὰ μέσα του 10ου αἰῶνα ἀπὸ τὸν μοναχὸ Παῦλο, τὸν ὁποῖο ἡ μεταγενέστερη παράδοση ταύτισε μὲ τὸ γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Ῥαγκαβὲ (811-813) καὶ ἀδελφὸ τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου. Ὁ μοναχὸς Παῦλος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν τότε Πρῶτο του Ἁγίου Ὄρους μνημονεύονται στὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ ὡς ἡγέτες τῶν δυσαρεστημένων ἀπὸ τὶς περὶ τοῦ μοναχισμοῦ εὐρύτατες ἀντιλήψεις καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἀθανασίου, εἶναι γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο Ξηροποταμηνός. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς παραπάνω μονῆς ἀποσύρθηκε στὰ ἐνδότερα τῆς χερσονήσου καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε μικρὸ κελίον, γιὰ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἀδιάκοπη προσευχή. Ἀρκετὰ ἀργότερα (14ος αἰώνας) τὸ κελίο αὐτὸ ἀνυψώθηκε σὲ ὁμώνυμη μονή, ὁ μαθητὴς καὶ φίλος τοῦ Ἀθανασίου Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ, ἡγεμόνας τῆς Μεσχίας καὶ ὁ γιός του Εὐθύμιος, καθὼς καὶ ὁ συγγενής τους Ἰωάννης Τορνίκιος, στρατηγὸς τοῦ Βυζαντίου, ἵδρυσαν τὸ 980 τὴν περίφημη μονὴ τῶν Ἰβήρων μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ λάφυρα ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸ Βουλγαροκτόνο (867-886). Ἀμείφθηκαν γιατὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ μεσολάβησε στὸ βασιλιὰ τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ καὶ ἔστειλε ἱππεῖς στὸ ναυτοκράτορα, καὶ ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος, γιατὶ ὁδήγησε τὶς δυνάμεις τοῦ Βυζαντίου καὶ κατασύντριψε τὸ 979 στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας τὸ φοβερὸ ἐπαναστάτη Βάρδα τὸ Σκληρό. Ἔτσι, ἡ μονὴ αὐτή, ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὰν τὸ δεύτερο τρόπαιο νίκης στo Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε σιγὰ σιγὰ λαμπρὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς Ἰβηρικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μονὴ τῶν Ἀμαλφινῶν εἶχεν ἱδρυθεῖ στὴν σημερινὴ παραλία Μορφωνοῦ, ὅπου σῴζεται ἀκόμη μεγάλος Πύργος. Τὸν ὕψωσαν στὶς μέρες τοῦ Ἀθανασίου καὶ τὸν ἐνίσχυαν οἰκονομικὰ οἱ Ἀμαλφινοὶ ἔμποροι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ παρακμὴ ὅμως τῆς παροικίας τους στὴν Βασιλεύουσα ἐπέφερε σταδιακὰ καὶ τὸ μαρασμὸ τῆς μονῆς, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ὁριστικὰ κατὰ τὴν Δ´ Σταυροφορία.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου ἔφθασαν στὸν Ἄθω μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα καὶ τὴν περιοχή της. Πιθανῶς ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν καὶ ὁ Γεώργιος Ζωγράφος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφει στὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ καὶ φέρεται καὶ ὡς ἱδρυτὴς τῆς ὁμώνυμης μονῆς.
Προς τὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα ἵδρυσαν τὴ μεγάλη μονὴ τοῦ Βατοπεδίου οἱ Ἀδριανουπολίτες μοναχοὶ Ἀθανάσιος, Νικόλαος καὶ Ἀντώνιος.
Ὁ σύγχρονος τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Μεγίστης Λαύρας μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος Ξενοφῶν ἔκτισε ὁμώνυμή του μονὴ στὸ μέσο περίπου τῆς νοτιοδυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου.
Ἡ μονὴ αὐτὴ σῴζεται σήμερα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ποὺ προσημειώσαμε πλὴν τῆς μονῆς τῶν Ἀμαλφινῶν μάλιστα εἶναι γνωστή με τὸ ἴδιο ὄνομα, καλεῖται μονὴ Ξενοφῶντος.
Τὸ 1000 πέθανε στὴ μονὴ τῆς Μ. Λαύρας ὁ ἱδρυτής της, Ἀθανάσιος.
Τὸ μέλλον ὅμως τῆς Ἀθωνικῆς μοναχικῆς κοινότητας εἶχε ἤδη προσδιορισθεῖ.
Τὸν 11ο αἰῶνα σημειώθηκε μεγάλη ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν Ἄθω.
Τὴν ἀνάπτυξη αὐτὴ φανερώνουν ἡ ἵδρυση πολλῶν νέων μονῶν, ἡ σύνταξη τοῦ Β´ Τυπικοῦ του Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ ἐκδίωξη τῶν Βλάχων ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο.
Οι μικρὲς καὶ μεγάλες λαῦρες καὶ μονὲς ποὺ λειτουργοῦσαν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὸ μέσο τοῦ 11ου αἰῶνα ἔφθασαν συνολικὰ στὸν ἀριθμὸ τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πέντε ἢ καὶ περισσότερο. Πολλῶν ὅμως οἱ ἀρχὲς χάνονται στὶς ποικίλες μαρτυρίες καὶ στὴν ἀχλὺ τῶν πολλῶν θρύλων καὶ τῶν διαφόρων παραδόσεων. Ἄλλων μονῶν γνωρίζουμε σήμερα ἐλάχιστα στοιχεῖα, ἄλλων μόνο τὰ ὀνόματα, ἄλλων δὲ οὔτε καὶ αὐτά. Ἡ ἵδρυση εἰδικότερα τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου παραδίδεται ὅτι ὀφείλεται σὲ μοναχὸ καταγόμενο ἀπὸ τὴν Κασταμώνα, τῆς Δοχειαρίου στὸ μαθητὴ τοῦ Ἀθανασίου Εὐθύμιο, τῆς Καρακάλλου σὲ κάποιο Νικόλαο ἀπὸ τὴν πόλη Καρακάλλα, τῆς Φιλοθέου στὸν ὁμώνυμο ὅσιο καὶ τῆς Κουτλουμουσίου σὲ μέλος τῆς τουρκικῆς οἰκογενείας Κουτλουμοὺς ποὺ ἐκχριστιανίσθηκε. Γιὰ τὴ μονὴ Ἐσφιγμένου ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία ἀπαντᾶ σὲ ἐγκλητικὸ γράμμα Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ τὸ ἔτος 1001.
Ποικίλες ἀκόμη εἶναι οἱ παραδόσεις γιὰ τὴν ἀρχὴ ἄλλων μονῶν τοῦ 11ου αἰῶνα ποὺ δὲν σῴζονται ἀτυχῶς σήμερα. Ἡ μεγάλη φήμη ποὺ εἶχε τότε τὸ Ἅγιον Ὄρος φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα ἔφθασε ἐκεῖ ὁ ρῶσος μοναχὸς Ἀντώνιος, μετέπειτα ἱδρυτὴς τῆς λαύρας τοῦ Κιέβου, καὶ ἔζησε λίγο χρονικὸ διάστημα ὡς ἐρημίτης σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου.
Ἡ ἵδρυση πολυαρίθμων νέων καθιδρυμάτων δὲν δημιούργησε μόνο προβλήματα ἐπισιτισμοῦ. Παράλληλα ἀναπτύχθηκαν σοβαρὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν ἱεραρχικὴ τάξη τους καὶ τὶς πρωτοκαθεδρίες τῶν ἀντιπροσώπων τους στὶς κοινὲς συνάξεις, γιατὶ ἄλλα ἀπὸ τὰ ἱδρύματα αὐτὰ συστήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἄλλα προῆλθαν ἀπὸ τὴ συγχώνευση κελλίων κι ἄλλα ἀπὸ τὴ διόγκωση μονυδρίων. Οἱ ἀμφιβολίες αὐτὲς ἔγιναν σταδιακὰ διενέξεις καὶ διαμάχες, οἱ ὁποῖες μαζὶ μὲ τὴν ὑπολανθάνουσα ἀντίπραξη τῶν ἡγουμένων στὰ παραδοσιακὰ δικαιώματα τοῦ Πρώτου ἀνάγκασαν πολλοὺς ἁγιορεῖτες μοναχοὺς νὰ καταφύγουν στὸ φιλομόναχο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία του. Ἐκεῖνος, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Τσιμισκῆ, ἀπέστειλε στὸν Ἄθω τὸ μοναχὸ Κοσμᾶ, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Βασιλεύουσας Τζιτζιλούκη. Ἀπὸ τὶς συζητήσεις καὶ τὶς διαπραγματεύσεις ποὺ εἶχε μὲ τοὺς προϊσταμένους τῶν Ἀθωνικῶν ἱδρυμάτων προέκυψε τὸ ἔτος 1046 τὸ Β´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖο ἐπεκύρωσε μὲ χρυσόβουλλο ὁ αὐτοκράτορας. Οἱ γενικὲς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ αὐτοῦ ποὺ τὸ ὑπογράφουν 158 ἡγούμενοι καὶ ἔγκριτοι τῶν μονῶν συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα: Τὰ γενικὰ προβλήματα θὰ ἐπιλύονται ἀπὸ τὶς Γενικὲς Συνάξεις τῶν μοναχῶν καὶ τὰ εἰδικότερα ἀπὸ τὸν Πρῶτο, ὁ ὁποῖος θὰ πλαισιώνεται ἀπὸ μικρὸ ἀριθμὸ ἡγουμένων τῶν γειτονικῶν μονῶν ἐκείνης ποὺ θὰ ἔχει τὸ θέμα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ θὰ συνοδεύουν τοὺς ἡγουμένους, ὅταν προσέρχονται στὶς Γενικὲς Συνάξεις, δὲν θὰ εἶναι ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους. Ὁ Πρῶτος θὰ προσέρχεται μὲ τρεῖς συνοδούς, οἱ ἡγούμενοι Μ. Λαύρας μὲ ἕξι, Βατοπεδίου καὶ Ἰβήρων μὲ τέσσερις καὶ τῶν ἄλλων μονῶν μὲ ἕνα.
Ἀπαγορεύει τὴν «παρ᾿ ἡλικίαν» χειροτονία καὶ τὴν εἴσοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀγενείων καὶ εὐνούχων, καθὼς καὶ τὴν ἔξοδο τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Ἀπαγορεύει ἀκόμη τὴ διατροφὴ κτηνῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος πλὴν τῶν μονῶν Μ. Λαύρας καὶ Βατοπεδίου, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ συντηροῦν τρία ζεύγη βοδιῶν ἡ πρώτη καὶ ἕνα ἡ δεύτερη χάρη τῶν πολλῶν μοναχῶν ποὺ εἶχαν. Ἀπαγορεύει ἀκόμη τὴ χρήση μεγάλων πλοίων πλὴν τῶν Ἀμαλφινῶν, ἕνεκα δικαιολογημένων ἀναγκῶν τους. Ἐπικρίνει τὴ μετατροπὴ τῆς λαύρας τῶν Καρυῶν σὲ ἐμπορεῖο ὅπου μάλιστα διέθεταν ἀντικείμενα ἀπαγορευμένα στοὺς μοναχούς.
Ἀπὸ τὶς ὑπογραφὲς τοῦ Β´ Τυπικοῦ συμπεραίνεται ὅτι ἀπὸ τὶς εἴκοσι μονὲς ποὺ λειτουργοῦν σήμερα στὸν Ἄθω οἱ δέκα τρεῖς ὑπῆρχαν ἀπὸ τότε.
Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα ταράχθηκαν οἱ Ἀθωνίτες μοναχοὶ ἀπὸ τὴν εἴσοδο καὶ ἐγκατάσταση στὸ Ἅγιον Ὄρος 200 στὴν ἀρχὴ καὶ 300 ἀργότερα οἰκογενειῶν ἀπὸ Βλάχους νομάδες μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια τους. Ἡ παράδοση αὐτὴ περιέχεται στὸν ὑπ᾿ ἀριθμὸν 328 χειρόγραφο κώδικα τῆς μονῆς Ἰβήρων ποὺ χρονολογεῖται στὸν 15ο αἰῶνα. Μὲ ἔμφαση μάλιστα σημειώνεται στὸ χειρόγραφο αὐτὸ ὅτι ἡ παρουσία γυναικῶν στὴ μοναχικὴ κοινότητα ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλα. Γραπτὴ ἐντολὴ τοῦ τότε Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Γ´ τοῦ Γραμματικοῦ γιὰ ἄμεση ἀπομάκρυνση τῶν Βλάχων θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς κύκλους τῶν ἀνακτόρων σὰν προσπάθεια μείωσης τῆς ἀποκλειστικότητας τῶν αὐτοκρατόρων στὴν προστασία τοῦ Ὄρους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς μὲ ἔγγραφά του κατοχυρώνει καὶ πάλι τὴν αὐτονομία τοῦ Ὄρους καὶ τονίζει τὴ βασιλικὴ προστασία. Φαίνεται ὅτι οἱ Βλάχοι ἐκδιώχθηκαν τελικὰ μέσα στὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰῶνα.
Στὴν ἐκδίωξή τους πρωτοστάτησε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας Ἰωαννίκιος ὁ Βαλμᾶς.
Τὸ 12ο αἰῶνα ἠρεμία ἐπικράτησε στὸν Ἄθω. Οἱ Κομνηνοὶ αὐτοκράτορες Ἀλέξιος ὁ Α´ 1081-1118, Ἰωάννης ὁ Β´ 1118-1143, Μανουὴλ ὁ Α´ 1143-118Ι, Ἀλέξιος ὁ Β´ 1181-1183, Ἀνδρόνικος ὁ Α´ 1183-1185 ἀπασχολημένοι μὲ πολέμους κατὰ τῶν Νορμανδῶν, τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Σταυροφόρων δὲν εἶχαν χρόνο νὰ μεριμνήσουν ἰδιαίτερα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸν ἴδιο αἰῶνα ἱδρύθηκαν δυὸ σημαντικὰ μοναστήρια στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς μοναχούς: Ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἡ τοῦ Χελανδαρίου.
Ῥωσικὴ μονὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος μνημονεύεται ρητῶς τὸ 1142. Πρόκειται γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ξυλουργοῦ, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε στὰ ὅρια τοῦ Παντοκράτορος καὶ συγκεκριμένα στὴ θέση ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ σκήτη Βογορόδιτσα. Οἱ μοναχοί της ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πρῶτο τὸ ἔτος 1169 καὶ ἔλαβαν ὡς δῶρο τὴ μονὴ τοῦ «Σφραντζῆ» ἢ «Θεσσαλονικέως», ποὺ εἶχε ἤδη ἐρημωθεῖ.
Ἡ θέση της ἦταν ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι τὸ Παλαιομονάστηρο. Τότε μετονομάσθηκε σὲ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἀργότερα ὅμως οἱ τρόφιμοί της τὴν μετονόμασαν τῶν Ρώσων, πολὺ δὲ μεταγενέστερα, ἤτοι τὸ 1765 κατέβηκαν στὴν παραλία, ὅπου ἀνήγειραν μεγάλη μονὴ μὲ τὴν ἐπωνυμία Ρούσικο ἢ Ρωσικόν.
Ὁ ἡγεμόνας τῆς Σερβίας Στέφανος Νεμάνια Ράστκβο, ἀκολουθώντας τὸ γιό του Ράσκο, Ἀθωνίτη ἤδη μοναχό, ὀνομαζόμενο Σάββα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔγινε κι ἐκεῖνος μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνoμα Συμεών. Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἄσκησή τους στὴν μονὴ Βατοπεδίου ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1198 στὸ ἐρειπωμένο τότε μονύδριο Χελανδάριο καὶ τὸ ἀνύψωσαν σὲ μεγάλη ὁμώνυμη μονή, τὴν ὁποία πλούτισε ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Σερβίας, ἀδελφὸς τοῦ Σάββα, γνωστός με τὸ ὄνομα Στέφανος ὁ Β´. Σύντομα τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἀναπτύχθηκε σημαντικά. Σκίασε τὴ μονὴ τοῦ Ζυγοῦ, ποὺ βρισκόταν στὰ ὅριά της καὶ λίγο ἀργότερα τὴν ἀπερρόφησε καὶ μάλιστα κατέλαβε καὶ τὴν ἱεραρχικὴ θέση της στὴν Κοινὴ Σύναξη τῶν ἀντιπροσώπων τῶν μονῶν. Κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἔγινε πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο ὁλοκλήρου τοῦ σερβικοῦ ἔθνους.
Ὁ 13ος αἰώνας καὶ ἡ πρώτη δεκαετία τοῦ 14ου θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ὡς ἡ περίοδος τῶν μεγάλων δεινῶν καὶ τῶν συμφορῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ ἁρπαγὲς καὶ οἱ βιαιότητες ποὺ εἶχαν βέβαια ἀρχίσει ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς κατὰ τὴν τελευταία δεκαπενταετία τοῦ 12ου αἰῶνα, αὐξήθηκαν τώρα σὲ τρομακτικὸ βαθμὸ τόσο ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τῆς Δ´ Σταυροφορίας, κατὰ τὴ φραγκικὴ κατοχὴ (1204-1261), ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς πολυπληθεῖς Ἰταλοὺς καὶ Ἕλληνες πειρατὲς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ληστοπειρατὲς Καταλάνους κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἴδιου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου αἰῶνα.
Εἰδικότερα κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ φραγκικοῦ Βασιλείου τῆς Θεσσαλονίκης (1204-1223) οἱ βαρῶνοι τοῦ Βονιφατίου τοῦ Μομφερρατικοῦ ἅρπαξαν ὅ,τι πολύτιμο εὕρισκαν στὶς Ἀθωνικὲς μονές, ἀφοῦ θανάτωσαν πολλοὺς μοναχούς, μὲ τὴν ἀνοχὴ ἂν ὄχι καὶ τὴν παρακίνηση τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστῆς, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐπιτρέψει τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἄθω ὁ Καρδινάλιος Βενέδικτος. Μὲ τὴν κατάλυση τοῦ λατινικοῦ κράτους τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὴν προστασία τῶν ἁγιορειτῶν ἀπὸ τὸ λατίνο βασιλιὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἐρρίκο τῆς Φλάνδρας βελτιώθηκαν ἐλαφρὰ τὰ πράγματα στὸν Ἄθω. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ λατίνοι συνέχιζαν τὶς πιέσεις τους κατὰ τῶν μοναχῶν, οἱ τελευταῖοι ἀναγκάσθηκαν νὰ καταφύγουν στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο τὸν Γ´ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία του.
Ἐκεῖνος ἀπέστειλε τότε στοὺς λεγάτους του δυὸ βοῦλλες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσε τὴν κατάπαυση τῶν βιαιοπραγιῶν. Στὰ ἔγγραφα αὐτὰ ὁ Ἄθως καλεῖται «τόπος ἅγιος», «οἶκος Κυρίου» καὶ «οὐράνιος Πύλη». Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέμβαση ἐκείνη ἀτυχῶς δὲν ἔφερε θετικὰ ἀποτελέσματα, γιατὶ κατὰ τὶς παραμονὲς ποὺ καταλύθηκε ἡ φραγκικὴ κυριαρχία στὴν Ἀνατολὴ ἡ δράση τῶν λατίνων ἔλαβε καὶ πάλι λῃστρικὸ χαρακτήρα. Τότε καταστράφηκε καὶ ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων, ἡ ὁποία ὅμως ἀνορθώθηκε σὲ λίγο. Ἡ ἀπαλλαγὴ τέλος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους πραγματοποιήθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο (1261).
Ἢ φιλοπαπικὴ ὅμως πολιτική του νέου αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποσοβήσει τὸν κίνδυνο μιᾶς νέας σταυροφορίας, ἔστω καὶ μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στὸν Πάπα, βρῆκε μεγάλη ἀντίσταση στοὺς Ἁγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι ἔστειλαν ἀκόμη καὶ ἐπιστολὴ κατὰ τῆς ἑνώσεως στὸν Μιχαὴλ τὸν Η´ Παλαιολόγον.
Τὶς τρομακτικότερες καταστροφὲς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπέφεραν τυχοδιῶκτες Καταλάνοι, μισθοφόροι δῆθεν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ᾖλθαν σὲ ρήξη πρὸς αὐτό, κατέλαβαν τὴν Καλλίπολη, λεηλάτησαν τὴ Θρᾴκη καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1307 στὴ χερσόνησο τῆς Κασσάνδρας.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιχειροῦσαν περιοδικὰ ἐπιδρομὲς κατὰ τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω μέχρι τὸ ἔτος 1309, ὁπότε καὶ ἀποχώρησαν. Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτὲς ἅρπαξαν θησαυροὺς καὶ κειμήλια, ἔσφαξαν πολυάριθμους μοναχούς, ἔκαψαν πολλὲς μονὲς καὶ ἐξαφάνισαν τὰ περισσότερα ἱερὰ καθιδρύματα. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ καταστροφὴ αὐτή, ὥστε ἀπὸ τὶς 180 μονὲς τοῦ 11ου αἰῶνα στὸν Ἄθω μόλις 25 παρέμειναν τὸν 14ο. Τότε ἐρημώθηκαν ὅλες σχεδὸν οἱ μικρότερες μονὲς καὶ κατάντησαν μετόχια στὶς πλησιέστερές τους μεγαλύτερες οἱ ὁποῖες διατηρήθηκαν, ἀλλὰ σὲ κακὴ κατάσταση.
Τὸ πένθος καὶ ἡ πίκρα τῆς φρικτῆς αὐτῆς τραγῳδίας ὄχι μόνο διατηρήθηκε στὶς ἑπόμενες γενεές, ἀλλὰ καὶ μεγάλωνε ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη. Ἐπειδὴ μάλιστα ἡ ἀντίδραση τῶν Ἁγιορειτῶν κατὰ τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου δὲν ἀπεῖχε χρονικὰ πολὺ ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῶν Καταλάνων καὶ ἐπειδὴ ὁποιαδήποτε ἐπιδρομὴ τῶν δυτικῶν θεωροῦσαν οἱ ἀνατολικοὶ ὡς ἐνέργεια τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ζητοῦσε μὲ κάθε τρόπο τὴν παπικὴ κυριαρχία καὶ στὴν Ἀνατολή, διαμορφώθηκε μεταγενέστερα διαφορετικὴ παράδοση. Σύμφωνα μὲ αὐτή, τὰ παραπάνω ἐγκλήματα τὰ διέπραξαν ὁ λατινόφιλος αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Η´ ὁ Παλαιολόγος καὶ ὁ ὁμόφρονάς του Πατριάρχης τῆς Βασιλεύουσας Ἰωάννης Βέκκος (1275-1282).
Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ διηγήσεις τῶν Συναξαρίων γιὰ μετάβαση τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου θανάτωσαν Βατοπεδινοὺς καὶ Ἰβηρίτες μοναχούς, ἔκαψαν Ζωγραφίτες καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς κελλιῶτες, ἀκόμη δὲ καὶ τὸν πρῶτο τοῦ Ὄρους Κοσμᾶ, τοῦ ὁποίου τὸ λείψανο πρόσφατα ἀνακαλύφθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου.
Ἐξηγοῦνται ἀκόμη καὶ οἱ συναξαριακὲς διηγήσεις, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες οἱ μονὲς ποὺ δέχθηκαν τοὺς φιλενωτικοὺς ἄρχοντες, ὅπως τῆς Μεγίστης Λαύρας ἡ ὁποία ἔγκαιρα ἐνήργησε στὸ βασιλιὰ τῆς Ἀραγωνίας, Ἰάκωβο Β´ καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς λῃστρικῆς κομπανίας τῶν Καταλάνων – καὶ τοῦ Ξηροποτάμου – ἡ ὁποία ἦταν τότε ἰσχυρὰ ὀχυρωμένη – δὲν ἔπαθαν τὰ δεινὰ τῶν ἀντιδραστικῶν μονῶν, τὰ ὁποῖα καὶ σταμάτησαν τελικὰ τὸ ἴδιο ἔτος μὲ τὸν θάνατο τοῦ Μιχαὴλ Η´ (1282) καὶ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Πατριάρχη Ἰω. Βέκκου. Ἔτσι λοιπὸν οἱ καταστροφὲς τῶν Καταλάνων, ποὺ εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένες, ἀποδόθηκαν ἀργότερα ἀπὸ σύγχυση στοὺς φιλενωτικοὺς βυζαντινούς. Μὲ τὴ θέση αὐτὴ συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μάλιστα μὲ πολλὰ θύματα, στὸν ἀνθενωτικὸ ἀγώνα τοῦ Βυζαντίου.
Τὴ μεγάλη αὐτὴ πτώση τοῦ Ὄρους κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα τὴ διαδέχθηκε κατὰ τὸν ἑπόμενο ἰδιαίτερη ἄνθηση. Οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ καταρχὴν γεμάτοι πίστη στὸ Θεὸ καὶ στὰ ἰδανικά τους ἀναπλήρωναν μὲ στωϊκὴ καρτερία καὶ ἰώβεια ὑπομονὴ τὶς μεγάλες ἀπώλειές τους.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μέριμνα τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν σημαντική. Περισσότερα ἀπὸ 45 χρυσόβουλλα, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔχει ὑπογράψει ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαὴλ Η´, φιλομόναχος αὐτοκράτορας, Ἀνδρόνικος Β´ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328) διατηροῦνται σήμερα σὲ βιβλιοθῆκες Ἀθωνικῶν μονῶν. Ἕνα μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὰ τοῦ 1313 ἀναγνωρίζει πνευματικὸ ἀρχηγὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν πρῶτον, τοῦ ὁποίου τὴν ἐκλογὴ θὰ ἔκαναν οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ τὴν ἐπικύρωση ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ὑπαγωγὴ αὐτὴ τῶν μονῶν στὸ Πατριαρχεῖο, χάρη στὴν ὁποία τοῦ λοιποῦ ὀνομάζονται πατριαρχικὲς διατηρεῖται μέχρι σήμερα.
Προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Τυρνόβου κατὰ τὴν ἐφήμερη κυριαρχία τοῦ νέου βουλγαρικοῦ βασιλείου νὰ λάβει δικαιοδοσία πάνω στὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ μέσου τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος χειροτόνησε, ἀπέτυχε στὴ γένεσή της, ὕστερα ἀπὸ καθολικὴ ἀντίδραση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Οἱ τελευταῖοι ἀπευθύνθηκαν στὸν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας, Ἰωάννη Βατάτζη, ὁ ὁποῖος ἐξέδωκε σχετικὴ ἀπόφαση ποὺ λίγο ἀργότερα τὴν ἀναγνώρισε καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης Ἀσάνης.
Κατὰ τὴ γνωστὴ ἐπίσης ὀλιγόχρονη σερβικὴ κυριαρχία (1345-1355), ὅταν ὁ Στέφανος Δουσὰν παρουσιάσθηκε ὡς ὁ φυσικὸς προστάτης τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, καθὼς φανερώνουν τὰ πολλὰ χρυσόβουλλά του, ἑλληνόγλωσσα καὶ σλαβόγλωσσα, ποὺ φυλάσσονται σήμερα σὲ διάφορες ἁγιορείτικες μονές, ὁ πρῶτος τοῦ Ἄθω, ὕστερα ἀπὸ πιθανὴ ὑπόδειξη τῶν κατακτητῶν, περιόρισε τὰ δικαιώματα τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ πάνω σὲ θέματα ἱεροτελεστιῶν καὶ καθιερώσεως ναῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παράλληλα δεχόταν ὅσους χειροτονοῦσαν Σέρβοι ἐπίσκοποι.
Λίγο ἀργότερα ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση (1368), ἐπανέφερε μὲ σιγίλλιο τὰ ἀρχιερατικὰ δικαιώματα στὸν Ἱερισσοῦ. Ἔτσι διὰ μέσου αὐτοῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἐλέγχει τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καὶ παλαιότερα. Τὸ περίφημο κίνημα τῶν ἡσυχαστῶν ξεκίνησε ἀπὸ μία ἀσήμαντη ἀφορμή, ὅπως γίνεται μὲ ὅλα τὰ μεγάλα θέματα. Ὕστερα ἀπὸ δοκίμιο «Περὶ μεθόδου τῆς ἱερᾶς προσευχῆς», ποὺ κυκλοφορήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ τὸ ὄνομα Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔγραψαν σχετικὲς μελέτες ὁ Νικηφόρος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Ὁ τελευταῖος μάλιστα δίδαξε σὲ μερικοὺς ἐρημίτες τῆς Σκήτης τοῦ Μαγουλά, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ Μ. Λαύρας, τὸν ἐμπειρικὸ τρόπο πνευματικῆς συγκεντρώσεως.
Σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴ μέθοδο αὐτή, ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν ἀρχάριοι μοναχοί, ἦταν δυνατὴ «ἡ θέα τοῦ θείου φωτός», ἂν ὁ ἀδιάκοπα προσευχόμενος συγκέντρωνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ μέσα. Ἀπὸ μιμητὲς τῆς μεθόδου αὐτῆς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1336 ὁ λόγιος μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπὸ διαφορετικὲς ἀνθρωπολογικὲς καὶ θεολογικὲς προϋποθέσεις -ὅτι δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἀποτελεῖ μὲ τὴν ψυχὴ ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστo σύνολο καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὄχι μόνο ἀόρατος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀκατάληπτος- ἀπέρριπτε τὸ δυνατὸ τοῦ πράγματος. Τὶς ἀπόψεις του αὐτὲς δέχθηκαν ὁ σλάβος μοναχὸς Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ἱστορικὸς μαθηματικὸς καὶ θεολόγος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, οἱ ἀδελφοὶ Δημήτριος καὶ Πρόχορος Κυδώνης, ὁ Μανουὴλ Καλέκας κ.ἄ. Ἀντίθετα οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἐπέμεναν στὶς ἀπόψεις τους καὶ τὴν ὑπεράσπισή τους ἀνέλαβε ὁ σοφὸς συνάδελφός τους Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου μὲ συζητήσεις καὶ θεολογικὲς πραγματεῖες θεμελίωσε τὴν τακτικὴ τῶν ἡσυχαστῶν. Διέκρινε τὴν οὐσία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ δίδαξε ὅτι ἡ μὲν πρώτη εἶναι ἀμέθεκτη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οἱ δὲ δεύτερες μ ε θ ε κ τ έ ς. Δέχθηκε ἀκόμη ὅτι στὶς πνευματικὲς ἀπολαύσεις μετέχει συνολικὰ ὁ ἄνθρωπος, ψυχικὰ δηλαδὴ καὶ σωματικά. Μεταξὺ τῶν ὁμοφρόνων τοῦ Παλαμᾶ ἦταν καὶ ὁ Ἁγιορείτης Φιλόθεος Κόκκινος, ἀργότερα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν δὲ γιὰ πολιτικοὺς λόγους συντάχθηκε μὲ τοὺς ἡσυχαστὲς ὁ σφετεριστὴς τοῦ θρόνου Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνός, ποὺ πολεμοῦσε τὸ νόμιμο αὐτοκράτορα Ἰωάννη τὸν Ε´, καὶ οἱ πολιτικοὶ ἀντίπαλοί του ἔγιναν ἀντιπαλαμικοί, τὸ θεολογικὸ αὐτὸ ζήτημα ἔγινε καὶ πολιτικό. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σειρὰ Συνόδων ποὺ συνῆλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸ 1341 καὶ ἑξῆς καταδικάστηκαν τελικὰ οἱ γνῶμες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων τους.
Βασικὰ ἐπρόκειτο γιὰ δυὸ διαφορετικὲς τάσεις ποὺ ὑπῆρχαν στὸ Βυζάντιο κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἡ μερίδα τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τῶν φίλων τους εἶχαν ἔντονο θρησκευτικὸ συναίσθημα, θεωροῦσαν τὶς ψυχικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀνώτερες ἀπὸ τὸ λογικό του καὶ εἶχαν ἀνθενωτικὸ πνεῦμα. Ἀντίθετα οἱ ἀντίπαλοί τους εἶχαν ὀρθολογιστικὲς τάσεις, ὑπερεκτιμοῦσαν τὴν κλασσικὴ παιδεία καὶ ἦταν φιλενωτικοί. Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα, ὅταν πλέον εἶχε ἐπικρατήσει ἡ δογματικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ θεῖο καὶ Ἄκτιστο Θαβώρειο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχε ἀνάπτυξη ὁ μοναχισμός, κτίστηκαν ἄλλες πέντε μονές:
Ἡ μονὴ Γρηγορίου ποὺ ἱδρύθηκε πιθανῶς ἀπὸ μαθητὲς Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτου, ἡ Σίμωνος Πέτρας ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Σίμωνα, γύρω στὸ 1350, ἡ Παντοκράτορος ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ἄρχοντες Ἀλέξανδρο καὶ Ἰωάννη (1357), ἡ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ διόγκωση Ξηροποταμηνοῦ Κέλλιου, ἀφοῦ δαπάνησαν οἱ Σέρβοι ἄρχοντες Γεράσιμος Ραδώνιας καὶ Ἀντώνιος Παγάσης (1370) καὶ ἡ τοῦ Διονυσίου ἀπὸ ὁμώνυμο μοναχό, προερχόμενο ἀπὸ τὴν Κορυσό. Ἔτσι 19 ἀπὸ τὶς 20 μονὲς ποὺ λειτουργοῦν σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπῆρχαν ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες μικρότερες, ὅπως π.χ. τοῦ Ἀλυπίου, τοῦ Ραβδούχου, τοῦ Χαρίτωνος, τοῦ Σαραβαρίου καὶ τοῦ Μακρῆ, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ μεγαλύτερες μονές.
Γιὰ τὴν ἐθνολογικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Σέρβοι αὐξήθηκαν ἀρκετὰ καὶ ἔγιναν τὸ δεύτερο ἐθνικὸ στοιχεῖο μετὰ τοὺς Ἕλληνες. Ρῶσοι δὲν φαίνονται νὰ ὑπάρχουν τότε στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, οἱ Ἀμαλφινοὶ εἶχαν πρὸ πολλοῦ ἐξαφανισθεῖ, οἱ Βούλγαροι ἦταν ἐλάχιστοι καὶ οἱ Ἴβηρες εἶχαν τόσο ἀραιώσει, ὥστε τὸ 1355 καθιερώθηκε στὴ μονή τους ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ δόθηκε καὶ ἡ διοίκηση στοὺς Ἕλληνες μὲ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ Πρώτου τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας.
Επειδή μερικὲς μονές, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάκτηση τῶν πρότερων δυνάμεών τους, ἔκαναν ἀπαράδεκτες ἐπεμβάσεις σὲ περιοχὲς ἄλλων μονῶν καὶ τοῦ Πρώτου, ἀναγκάσθηκε ὁ τελευταῖος νὰ προσφύγει μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Λαύρας στὸν Πατριάρχη Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση ἔστειλε στὸ Ὄρος τοὺς Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γαβριὴλ καὶ Βερροίας Δανιήλ. Ἐκεῖνοι συγκέντρωσαν τοὺς ἔγκριτους καὶ λόγιους μοναχοὺς τοῦ Ἄθω στὴν πρωτεύουσά του, τὶς Καρυές, ὅπου καὶ συντάχθηκε τὸ 1394 τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἀντωνίου ἢ τὸ λεγόμενο Τρίτο Τυπικὸ τοῦ Ὄρους. Τὸ Τυπικὸ αὐτὸ ἐρρύθμισε τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, καθόρισε τὴν ἱεραρχικὴ τάξη τῶν τότε μονῶν στὶς Κοινὲς Συνάξεις τους, ἔδωσε πολλὰ διοικητικὰ καὶ πνευματικὰ δικαιώματα στὸν Πρῶτο, τοῦ ὁποίου ὁριοθέτησε τὴν περιοχή, ὑποχρέωσε τοὺς κελλιῶτες νὰ δίνουν στὸν Πρῶτο ἐτήσια εὐλογία, θεσμοθέτησε τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος διατήρησε τὰ προνόμια τοῦ ἐκκλήτου καὶ τοῦ μνημοσύνου καὶ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὸν Ἄθω ἀγενείων καὶ ζῴων.
Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τὴν ἵδρυση καὶ ἄλλων μονῶν, τὴ δραστηριότητα πολλῶν Ἁγιορειτῶν, σοφῶν καὶ ἁγίων, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ χερσόνησο, μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ὀρθοδόξου θρησκευτικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ πνεύματος στὰ πολυάριθμα καθιδρύματα τοῦ Ἄθω ὑψώθηκε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ γόητρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ γνώμη τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν σὲ μεγάλα καὶ φλέγοντα προβλήματα τοῦ Κράτους, ὅπως π.χ. στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ ἄλλα, εἶχε, ὅπως ἔδειχναν τὰ πράγματα, ἰδιαίτερη βαρύτητα καὶ κύρος.
Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα παρατηρεῖται μία προτίμηση, μικρὴ στὴν ἀρχὴ μεγάλη ἀργότερα, στὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα ζωῆς.
Χρυσόβουλλο μάλιστα τοῦ Μανουὴλ Β´ τοῦ Παλαιολόγου (1406) μεταξὺ τῶν ἄλλων διατάξεων ποὺ παραθέτει γνωστῶν καὶ ἀπὸ ἄλλα σχετικὰ ἔγγραφα ἀναγνωρίζει τὴν ἰσόβια νομὴ ἀκινήτων ποὺ εἶχαν ἤδη μερικοὶ μοναχοὶ καὶ ὁρίζει ὅπως ἡ διοίκηση κάθε μονῆς γίνεται ἀπὸ συμβούλιο 15 μοναχῶν- «βουλευτῶν», στοὺς ὁποίους προίσταται ὁ ἡγούμενος. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἰσχύει τὸ ἀριστοκρατικὸ σύστημα στὴ διοίκηση πολλῶν μονῶν, τὸ ὁποῖο καθιέρωσε ὁ αὐτοκράτορας.
«Ἐπεὶ γὰρ τῶν πόλεων ὅσαι καλῶς πράττουσι τῇ τῶν ἀρίστων βουλῇ διοικοῦνται καὶ οὐ τῇ τῶν πολλῶν, οὐδὲ τῶν τυχόντων, οὐδ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντος μόνου, τὸ μὲν γὰρ δημοκρατία, τὸ δὲ τυραννίς, ἀμφότερα δὲ ὅμοιως ἄτοπα». Μὲ τὸ ἴδιο χρυσόβουλο ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἂν καὶ τοῦτο στὴν πράξη ἴσχυε ἀπὸ παλαιότερα.
Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα, ὅταν κατέφθασαν τὰ πρῶτα τουρκικὰ στρατεύματα στὸν Ἄθω οἱ ὀξυδερκεῖς μοναχοὶ ἔλαβαν πρόνοια καὶ ἐξασφάλισαν ἀπὸ τὸν σουλτάνο Μουρὰτ τὸν Α´ προνόμια καὶ ἐσωτερικὴ αὐτονομία ἀντὶ ἐτήσιας καταβολῆς 130.000 ἄσπρων.
Τὰ προνόμια αὐτὰ ἐπικύρωσαν καὶ οἱ δυὸ ἑπόμενοι σουλτάνοι: Μουρὰτ ὁ Β´ (1430) καὶ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς (1453). Μὲ τὰ σχετικὰ φιρμάνια τους δικαιολόγησαν τὰ προνόμια τῶν μονῶν: Στὰ ἱδρύματα αὐτά, εἶπαν, ὄχι μόνο εὐλογεῖται καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γίνονται καὶ καταφύγια τῶν πτωχῶν, τῶν ξένων, τῶν πικραμένων καὶ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ζωῆς αὐτῆς!
4. Μεταβυζαντινὴ περίοδος
Ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας μέχρι καὶ τὸν 19ο αἰῶνα τὸ Ἅγιον Ὄρος γνώρισε ὅλα σχεδὸν τὰ στάδια τῶν καταστάσεων τῆς παρακμῆς καὶ τῆς ἀκμῆς. Συχνὰ πλέον οἱ Ἅγιορείτες μοναχοὶ ἔφθαναν στὴν κατάπτωση καὶ τὸ μαρασμὸ ἐξαιτίας τῶν μεγάλων δυσκολιῶν ποὺ δημιουργοῦσαν σ᾿ ὁλόκληρο τὸ ἑλληνικὸ Γένος οἱ ἀλλόθρησκοι κατακτητές.
Σύντομα ὅμως πάλι οἱ ὑπόδουλοι Ἀθωνίτες μὲ ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ καὶ συνεχῆ προσπάθεια προέβαιναν κάθε φορὰ σὲ νέα ἀνόρθωση ποὺ ἀρκετὲς φορὲς ἔφθασε στὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐημερία. Παρὰ τὰ προνόμια, δηλαδή, ποὺ ἔδωσαν οἱ ὀθωμανοὶ στὶς ἁγιορείτικες μονές, οἱ περιπέτειες τῶν μοναχῶν ἦταν μεγάλες καὶ δυσβάστακτες κατὰ καιροὺς στὴ μακρόχρονη περίοδο τοῦ ζυγοῦ (1430-1913). Τὸ δίκαιο τῶν ἰσχυροτέρων στὴν ἀρχή, οἱ συχνὲς πιέσεις, διώξεις καὶ λεηλασίες τῶν μοναχῶν, ἀκόμη δὲ καὶ ἡ βαρύτατη φορολογία ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐπέβαλαν οἱ τοῦρκοι καὶ συχνὰ στὴ συνέχεια ἀναμόρφωναν σὲ μεγαλύτερες πάντοτε κλίμακες ἔφεραν τὸ Ὄρος σὲ μεγάλη ἔνδεια. Οἱ Ρῶσοι καὶ οἱ Ἴβηρες μοναχοὶ ἐξαφανίσθηκαν, οἱ Βούλγαροι λιγόστεψαν καὶ οἱ Σέρβοι σημαντικὰ μειώθηκαν.
Οἱ μικρότερες μονὲς ἀναγκάστηκαν νὰ συγχωνευθοῦν σὲ μεγαλύτερες ἔτσι κατὰ τὸ τέλος τοῦ 15ου αἰῶνα ὁ ἀριθμὸς τῶν μονῶν ἔφθασε στὶς ἀκόλουθες δεκαεννιά: Μ. Λαύρας, Βατοπεδίου, Ἰβήρων, Χελανδαρίου, Ξηροποτάμου, Καρακάλλου, Ξενοφῶντος, Ἐσφιγμένου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Φιλοθέου, Παντοκράτορος, Ρώσων, Κωνσταμονίτου, Ἁγίου Παύλου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας καὶ Κουτλουμουσίου.
Στὶς μονὲς αὐτές, ποὺ λειτουργοῦν μέχρι σήμερα, ἐξακολούθησε βέβαια νὰ διατηρεῖται στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου καὶ στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 16ου αἰῶνα ἡ πολιτιστικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ ἦταν σημαντικὰ ἐξασθενημένη. Ἡ παρακμὴ ποὺ παρουσίασε τότε καὶ ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀπώλεια τῆς ἰδιοκτησίας του.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνα ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνει σταδιακὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Πρῶτο δεῖγμα τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς ἦταν ἡ ἀνύψωση τοῦ Κελλιοῦ Σταυρονικῆτα σὲ ὁμώνυμή του μονή, τὸ ἔτος 1533, ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο, ἡγούμενο τῆς Ἠπειρωτικῆς μονῆς Γηρομερίου. Μετὰ μάλιστα ἀπὸ μία δεκαετία τὴν ἀνακαίνισε ριζικὰ ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Α´. Ἐπίσης τὰ τρία παλιὰ συστήματα τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ, ἤτοι τὸ κοινοβιακό, τὸ κοινοτικὸ καὶ τὸ ἐρημιτικό, καλλιεργήθηκαν τότε καὶ ἀναπτύχθηκαν ἔστω μὲ βασικὲς τροποποιήσεις. Πολλὲς κοινοβιακὲς δηλαδὴ μονὲς ἔγιναν ἰδιόρρυθμες καὶ τὶς λαῦρες ἀντικατέστησαν οἱ σκῆτες.
Τὰ Ἡσυχαστήρια καὶ τὰ Καθίσματα αὐξήθηκαν ἀρκετά. Ἡ γνωστὴ ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰῶνα ἀνάπτυξη τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἡ φτώχεια τῶν μονῶν ἀπὸ τὶς ἐθνικὲς περιπέτειες ἔφεραν χαλάρωση τοῦ ὀργανωμένου κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, τῆς ὁποίας ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ στροφὴ τῶν μοναχῶν στὸν ἰδιόρρυθμο βίο. Ἐκεῖ κάθε ἕνας Ἁγιορείτης θὰ μποροῦσε πλέον εὐκολότερα νὰ συντηρηθεῖ, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἀσκoῦσε καὶ κάποιο ἐπάγγελμα. Τὸ ἔτος 1573 λοιπὸν βρῆκε ἰδιόρρυθμες τὶς μονὲς Μ. Λαύρας καὶ Βατοπεδίου. Καὶ ἄλλες μονές, ὅπως ἡ Φιλοθέου, ἡ Κωνσταμονίτου καὶ ἡ Ἐσφιγμένου, εἶχαν ἤδη προσανατολισθεῖ ἀπὸ λόγους παρακμῆς στὸ δρόμο τῆς μετατροπῆς. Τόση δὲ ἔνδεια εἶχε τότε ἡ μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, ὥστε παραχώρησε μὲ ἀμοιβὴ στὴ μονὴ Διονυσίου τὴν ἱεραρχικὴ θέση της.
Φραγμὸ στὴν κατάπτωση αὐτὴ προσπάθησε νὰ βάλει ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στὸν Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρο ποὺ μετέβαινε τότε στὸν Ἄθω, τὴν ἐπιτόπια ἐξέταση τῶν πραγμάτων καὶ τὴ δυνατὴ βελτίωσή τους. Ἡ συνεργασία τοῦ Ἀλεξανδρείας, τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν ἡγουμένων τῶν μονῶν εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νέο τυπικὸ ποὺ εἶχε ὡς βάση παλαιότερα τυπικά, χρυσόβουλλα καὶ σιγίλλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὸ νέο αὐτὸ τυπικὸ ποὺ ἐπικύρωσε μὲ σιγίλλιό του ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας τὸ ἔτος 1575 ἐπανέφερε στὶς μονὲς τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς, ἀπαγόρευε τὴν εἴσοδο στὸν Ἄθω ἀγενείων καὶ θηλυκῶν ζῴων, καθὼς καὶ τὴν ἔξοδο ἀπὸ αὐτὸ κελλιωτῶν μοναχῶν γιὰ τὴ συλλογὴ ἐράνων, περιόριζε τὸ ἐμπόριο τῶν μοναχῶν καὶ δὲν ἐπέτρεπε στὶς μονάζουσες γυναῖκες νὰ παραμένουν στὰ ἁγιορείτικα μετόχια. Τὸν ἄνεμο τῆς σταδιακῆς προόδου ποὺ ἄρχισε νὰ πνέει πλέον στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀρκετὰ ἐνίσχυσε τότε ἡ κατὰ μικρὰ χρονικὰ διαστήματα περιφορὰ λειψάνων ἁγίων στὶς παραδουνάβιες περιοχὲς καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες ἀπὸ μέρους τῶν μοναστηριακῶν μοναχῶν καὶ ἡ συλλογὴ ἐράνων γιὰ κάλυψη ἀναγκῶν τῶν μονῶν. Παράλληλα ἐνίσχυαν ἰδιαίτερα τὶς μονὲς οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἰβηρίας καὶ οἱ τσάροι τῆς Ρωσίας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες ἀντιπρόσφεραν ὅτι μποροῦσαν στοὺς ὁμόδοξους τῶν χωρῶν αὐτῶν. Διὰ μέσου τῶν μοναχῶν ποὺ τοὺς ἀντιπροσώπευσαν στὰ κατὰ τόπους μοναστηριακὰ μετόχια τους καλλιεργοῦσαν τὴ θρησκευτικὴ διαφώτιση, ἐτόνωναν τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη τοῦ λαοῦ καὶ ἐνεθάρρυναν τὰ γράμματα. Κλασσικὸ παράδειγμα εἶναι ὁ Μάξιμος ὁ Βατοπαιδινός, ὁ γνωστὸς Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ποικιλοτρόπως στὴ Ρωσία, ὅπου, παρὰ τὰ ὅσα στὴν ἀρχὴ τοῦ καταμαρτύρησαν, ἀργότερα ἀνακηρύχθηκε ἅγιος.
Στὶς ἰδιότυπες αὐτὲς ἱστορικὲς περιστάσεις ἰδιαίτερα ἀκμάζει ἕνα καινούργιο γιὰ τὸν Ἄθω καλλιτεχνικὸ ρεῦμα ζωγραφικῆς, ἡ λεγόμενη Κρητικὴ Σχολή. Οἱ Κρητικοὶ ἁγιογράφοι τῆς ἐποχῆς, ἂν καὶ ἐπηρεασμένοι εἰκονογραφικὰ ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ κυρίως ἀναγέννηση, συνθέτουν στὶς εὐρύτατες ἐσωτερικὲς ἐπιφάνειες τῶν Καθολικῶν καὶ τῶν Τραπεζῶν τῶν μονῶν μεγαλόπνοες παραστάσεις, ἀφοσιωμένες στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴ λατρεία καὶ τὴν παράδοση.
Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ ἀλλάξουν καὶ πάλι τὰ πράγματα μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ 17ου αἰῶνα, κατὰ τὸν ὁποῖο τὸ Ἅγιον Ὄρος μαστίζει ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀμάθεια. Παρὰ τὶς πλούσιες δωρεὲς πολλῶν ἀρχόντων τῶν ὁμοδόξων Χωρῶν καὶ παρὰ τὶς συλλογὲς ἐράνων ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους λαοὺς οἱ φόροι τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίδας ἦταν δυσβάστακτοι. Μὲ τὴ δήμευση τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων ἀπὸ τοὺς Τούρκους χρεοκόπησε τὸ Κοινόν, ὁπότε ἀποφάσισε ἡ Κοινὴ Σύναξη τὴν πώληση τῶν Κελλιῶν τοῦ Πρώτου σε διάφορες μονές. Ἀλλὰ καὶ αὐτὲς εἶχαν ἀρχίσει νὰ παρακμάζουν ἤδη. Ἡ Μ. Λαύρα στέγαζε 5-6 μοναχοὺς μόνο, ἡ Ξενοφῶντος, ἡ Ρώσων, ἡ Κωνσταμονίτου καὶ ἄλλες ἔφθασαν σὲ μεγάλη ἔνδεια. Ἰκμάδα οἰκονομικὴ παρουσίασε ἡ μονὴ Χελανδαρίου, ἡ ὁποία καὶ ἀγόρασε τότε τὰ περισσότερα Κελλιὰ στὶς Καρυές.
Τὸ Κοινοβιακὸ σύστημα ποὺ εἶχε ἐπαναφέρει ὁ Πατριάρχης δὲ διατηρήθηκε πολὺ χρόνο.
Σιγά, σιγὰ ὅλες οἱ μονὲς μετατράπηκαν σὲ ἰδιόρρυθμες. Καταργήθηκε ὁ θεσμὸς τοῦ ἡγουμένου στὶς μονὲς καὶ τοῦ Πρώτου στὶς Καρυές. Ἀντὶ αὐτῶν καθιερώθηκε τὸ διοικητικὸ σύστημα τῶν Ἐπιτρόπων σὲ κάθε μονὴ καὶ τῶν Ἐπιστάτων στὴν Κοινὴ Συνάξη.
Πρῶτα ἀποτελέσματα τῆς ἰδιόρρυθμης ζωῆς ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν Σκητῶν στὸν Ἄθω καὶ ἡ αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὁ σκητιωκὸς βίος ἦταν ἀνεξάρτητος μοναχικὸς βίος.
Οἱ σκητιῶτες μοναχοί, ποὺ ἔμεναν κατὰ μικρὲς ὁμάδες σὲ χωριστὰ Κελλιά, μποροῦσαν εὐκολότερα νὰ ἀσκήσουν ὁποιοδήποτε ἐπάγγελμα. Πρώτη σκήτη ποὺ συστήθηκε ἦταν τῆς Ἁγίας Ἄννας (17ος αἰώνας) στὰ ὅρια τῆς Μ. Λαύρας τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν 20 – 30 Κελλιά, κτισμένα σὲ μικρὲς ἀπoστάσεις μεταξύ τους, καὶ ἡ ὁποία σὲ σύντoμo χρονικὸ διάστημα παρουσίασε ἰδιαίτερη πνευματικὴ ἄνοδο κι ἔγινε τὸ ὑπόδειγμα γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ ἄλλων σκητῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Ἰωάννης Κομνηνὸς συγκεκριμένα σημειώνει μεταξὺ ἄλλων στὸ προσκυνητάριό του ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1100 ὅτι, «οἱ ἐκεῖσε κατοικοῦντες τὴν Κυριακὴ στὸ ναὸ τοῦ Κοιμητηρίου καὶ ἐρημίται καὶ ἀσκηταὶ ζῶσι μὲ τὸ ἐργόχειρόν τους καὶ ἄλλοι μὲν σκάπτουσι ἐγκόλπια καὶ σταυροὺς ἄλλοι δὲ πλέκουσι καλυμμαύχια, ἕτεροι δὲ ποιοῦσι χουλιάρια καὶ ἄλλοι ἐξ αὐτῶν κομβολόγια καὶ ἀπὸ αὐτὰ ζωοτρέφονται,τὸ περισσότερον ἀσχολούμενοι ἐν τῇ προσευχῇ καὶ διάγοντες τὴν ζωήν τους ἐν νηστείᾳ καὶ πόνοις καὶ σκληραγωγίᾳ πολλῇ, συνάγονται δὲ πάσαν Κυριακὴν καὶ συλλειτουργοῦνται ὁμοῦ εἰς τὸ Κυριακὸν καὶ συνομιλοῦσι μετὰ ἀλλήλων ἐρωτῶντες περὶ ψυχοφελῶν ζητημάτων καὶ πράξεων ἐνάρετων μετ᾿ εὐλαβείας καὶ ταπεινώσεως φιλαδέλφως ἀποκρινόμενοι».
Τὰ οἰκονομικὰ βάρη ποὺ εἶχαν ἀκόμη οἱ μονὲς φαίνεται ὅτι ἀρκετὰ ἐλάφρυναν τότε οἱ γουναράδες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ μέλη τῆς συντεχνίας τους ἔκαναν οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ «αἱρετοὺς κριτὰς» γιὰ ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς οἰκονομικὲς ὑποθέσεις τῶν μετοχίων τους.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ οἱ ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες συνεχιζόμενες οἰκονομικὲς δυσχέρειες τῶν μονῶν φανερώνουν τόσο τὶς δυσκολίες τῆς τουρκικῆς δεσποτείας ὅσο καὶ τὴ πλημμελῆ διαχείρηση τῶν κοινῶν χρημάτων ἀπὸ μέρους τῶν Ἁγιορειτῶν. Οἱ μοναχοὶ πληθύνονται σιγὰ σιγὰ καὶ φθάνουν στὶς 6.000. Νέα βελτίωση τῶν ἁγιορείτικων πραγμάτων ἀρχίζει πάλι νὰ φαίνεται.
Ἀξιόλογοι πνευματικοὶ ἄνδρες, ὅπως ὁ πολυμαθέστατος καὶ πολυγραφώτατος Καισάριος Δαπόντε (Ξηροποταμηνός), ὁ Ἀγάπιος ὁ Λάνδος, κ.ἄ. μὲ τὶς συγγραφές τους καὶ τὴν ὅλη δράση τους πρόσφεραν σπουδαῖο ἐθνικοθρησκευτικὸ ἔργο στὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα εἶναι πλέον εὐδιάκριτη ἡ σταδιακὴ ἄνοδος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἤδη οἱ μονὲς Μ. Λαύρας, Βατοπεδίου, Χελανδαρίου καὶ λίγο ἀργότερα, Ξηροποτάμου βρίσκονται σὲ οἰκονομικὴ ἀνόρθωση. Ἄλλες μονές, ὅπως ἡ τῶν Ρώσων, Δοχειαρείoυ, Ξενοφῶντος, Ἐσφιγμένου, Σίμωνος Πέτρας καὶ Γρηγορίου, ἂν καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ οἰκονομικὲς δυσκολίες, τὶς ὁποῖες ἐπαυξάνουν καὶ οἱ κατὰ καιροὺς πυρκαϊές, ὅμως ὁδηγοῦνται σὲ μία οἰκονομικὴ βελτίωση, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ καὶ πνευματικὴ πρόοδος.
Στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 18ου αἰῶνα ἱδρύθηκαν κατὰ τὸν τύπο τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας οἱ ἑξῆς σκῆτες: τῶν Καυσοκαλυβίων στὰ ὅρια τῆς Μ. Λαύρας, τοῦ Προδρόμου στὰ ὅρια τῶν Ἰβήρων, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὰ ὅρια τῆς Βατοπεδίου καὶ τοῦ Πύργου. Ἡ πνευματικὴ ὅμως ἄνοδος στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔγινε περισσότερο φανερὴ στὴ μετατροπὴ ἑπτὰ ἰδιόρρυθμων μονῶν σὲ κοινοβιακὲς ποὺ πραγματοποιήθηκε στὰ ἑπόμενα τριάντα πέντε χρόνια. Οἱ μονὲς αὐτὲς εἶναι: τοῦ Ξενοφῶντος (1784), Ἐσφιγμένου (1796), Σίμωνος Πέτρας (1801), Παντελεήμονος (1803), Διονυσίου (1805), Καρακάλλου (1813) καὶ Κωνσταμονίτου (1818). Μεταξὺ δὲ τῶν λογίων καὶ ἐναρέτων ἁγίων Ἁγιορειτῶν ἀνδρῶν ποὺ ἔδρασαν κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνη ἦταν ὁ Μακάριος Νοταρᾶς, ποὺ δημοσίευσε τὸ ἔργο: «Περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως» καὶ τὴν «Φιλοκαλία», ὁ «πολυγραφώτατος καὶ πάντων ὑπέρτερος κατὰ τὴν φιλοπονίαν ἀναδειχθείς» Νικόδημος ὁ Καλλιβούρτσης (Ἁγιορείτης) ἀπὸ τὴ Νάξο, ὁ ὁποῖος δημοσίευσε πλῆθος ἔργων ὅπως π.χ. τὸ «Πηδάλιον» τὸ «Νέο Συναξαριστή», τὸν «Ἀόρατο πόλεμο», τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα» κ.ἄ. καὶ ὁ Θεοδώρητος ὁ Ἐσφιγμενίτης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἀξιόλογη ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τὴ δημοσιεύσει.
Ἕβδομο Τυπικό τοῦ Ὄρους θεωρεῖται ἐκεῖνο ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὴν Κοινὴ Σύναξη τῶν Ἁγιορειτῶν τὸ 1810, μετὰ ἀπὸ σχετικὲς διαπραγματεύσεις τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε´, καὶ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴ διοίκηση τῆς Θεσσαλονίκης.
Μὲ τὸ Τυπικὸ αὐτὸ καθιερώθηκαν εἴκοσι τακτικοὶ ἀντιπρόσωποι στὴν Κοινὴ Σύναξη τῶν Καρυῶν, δηλαδὴ ἕνας ἀπὸ κάθε μονή, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ ἀσκοῦσαν τοῦ λοιποῦ με τοὺς τέσσερις Ἐπιστάτες, τοὺς γνωστοὺς καὶ ὡς σφραγιδοφύλακες, τὴν ἀνώτατη διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ρυθμίστηκαν ἀκόμη διάφορα πνευματικά, διοικητικὰ καὶ οἰκονομικὰ θέματα καθὼς καὶ θέματα τῶν κελλιωτῶν μοναχῶν.
Τὶς βασικὲς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ αὐτοῦ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία μέχρι σήμερα.
Τὴν ἑπόμενη δεκαετία συνεχίστηκε κάθε εἴδους ἀνάπτυξη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὰ κτήρια πολλῶν Ἀθωνικῶν ἱδρυμάτων μεγεθύνθηκαν, τὰ κοινὰ χρέη ἐλαττώθηκαν τὸ ἔμψυχο ὑλικὸ αὐξήθηκε καὶ πολλὲς πνευματικὲς ἀναβλαστήσεις καλλιεργήθηκαν. Τὴν ἰδιαίτερη, αὐτὴ ἀνοδικὴ πορεία τῶν ἁγιορειτικῶν πραγμάτων ἀνέκοψε ἀπότομα ἡ ἀντίδραση τῶν κατακτητῶν στὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1821. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους κατέφθασε στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο ὁ Μεχμὲτ Ἀβουλαβοὺτ πασάς, ὁ ὁποῖος στρατοπέδευσε μὲ 8.000 ἄνδρες στὰ ὅρια τῆς μονῆς Χελανδαρίου. Στὸ μεταξὺ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν Ἄθω καὶ εἶχε τεθεῖ κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Ἐμμανουὴλ Παπᾶ γιὰ νὰ πολεμήσει τοὺς τυράννους.
Ὁ πασὰς ἀφοῦ κατάστειλε κάθε ἐξέγερση στὸν Ἄθω ἔφυγε. Ἄφησε ὅμως φρουρὰ 3.000 ἄνδρες στὶς Καρυὲς καὶ στὶς μονὲς καὶ ἔστειλε ὡς ὁμήρους στὴν Κωνσταντινούπολη 10 μοναχοὺς ποὺ σὲ μικρὰ χρονικὰ διαστήματα τοὺς ἀντικαθίστουσαν ἰσάριθμοι Ἁγιορεῖτες.
Οἱ συχνὲς ὑπερβάσεις τῆς παραπάνω τουρκικῆς φρουρᾶς τὴν ὁποία συντηροῦσαν καὶ μισθοδοτοῦσαν οἱ μονές, ὁ συνεχῶς αὐξανόμενος κεφαλικὸς φόρος, ἡ στέρηση τῶν προσόδων ἀπὸ τὰ βλαχομολδαβικὰ μετόχια καὶ ὁ καθημερινὸς φόβος τοῦ βίαιου θανάτου ἐρήμωσαν πάλι πολλὰ ἱδρύματα καὶ ἔφεραν παντὸς εἴδους μαρασμὸ σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μερικῶν μάλιστα μονῶν τὰ κειμήλια μεταφέρθηκαν σὲ ἐξωαγιορειτικὰ μετόχια τους γιὰ ἀσφάλεια, ἄλλες δὲ μονὲς ζήτησαν ἄδεια τῶν Ἀρχῶν γιὰ νὰ πουλήσουν διάφορα κτήματά τους, προκειμένου νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες τῶν περιστάσεων. Εὐτυχῶς ὅμως ἡ δυσπραγία αὐτὴ δὲν διατηρήθηκε πολὺ χρόνο. Μετὰ τὸ 1828 ἄρχισαν νὰ ἀναλαμβάνουν οἱ μονές. Ὅσοι μοναχοὶ ἔζησαν ἄρχισαν πάλι τὸ ἀνορθωτικὸ ἔργο τους. Ἀνακαίνισαν κτήρια, ἀπόσβεσαν κοινὰ χρέη καὶ ἐπανέφεραν τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς σὲ τέσσερεις μονές, ἤτοι τοῦ Ἁγίου Παύλου (1839), Γρηγορίου (1840), Ζωγράφου (1849), Κουτλουμουσίου (1850), ἄλλων δὲ τεσσάρων, ἤτοι τῆς Δοχειαρίου (1834), Ξηροποτάμου (1835), Χελανδαρίου (1856) καὶ Ἰβήρων (1867) ἀποφασίστηκε ἡ μετατροπὴ σὲ κοινοβιακές, παρέμειναν ὅμως τελικὰ ἰδιόρρυθμες.
Τὸ 1842-44 ἱδρύθηκε στὶς Καρυὲς ἡ Ἀθωνιᾶς Σχολή, ἡ ὁποία μὲ μικρὲς διακοπὲς λειτουργεῖ μέχρι σήμερα. Ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ὁ Γ´ ἔλυσε τὸ 1864 τὸ γνωστὸ ζήτημα τῶν ἐξαρτηματικῶν μοναχῶν. Μὲ σιγγιλιῶδες συνοδικὸ γράμμα του ἐκύρωσε τὰ ἀρχαῖα κυριαρχικὰ δικαιώματα τῶν μονῶν πάνω στὰ κελλιὰ καὶ τὶς σκῆτες κι ἔτσι ἀποκαταστάθηκαν οἱ μεταξύ τους σχέσεις ποὺ εἶχαν κλονισθεῖ. Προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ νὰ καθορισθεῖ δεκτὸ ἀπὸ ὅλους σύστημα διοικήσεως μὲ Κανονισμοὺς ποὺ συντάχθηκαν κατὰ καιροὺς (1875, 1877, 1880) δὲν τελεσφόρησαν, γιατὶ ἔθιγαν «κεκτημένα» ἀπὸ αἰῶνες δικαιώματα τῶν Ἁγιορειτῶν.
Κατὰ τὴ δεύτερη καὶ τρίτη εἰκοσιπενταετία τοῦ 19ου αἰῶνα ἀνασυγκροτήθηκε κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιο Ὄρος. Τὰ ἐρείπια ξανακτίστηκαν καὶ τὰ ἄλλα κτήρια ποὺ ἄντεξαν στὴ λαίλαπα τοῦ πολέμου ἀνακαινίστηκαν, ἐπεκτάθηκαν καὶ λαμπρύνθηκαν. Ἀναπληρώθηκαν ἐπίσης ὅσα τμήματα εἶχαν γίνει παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς, ἡ ὁποία κατὰ καλὴ σύμπτωση ἔβλαπτε συνήθως κτήρια καὶ ὄχι κειμήλια. Κτίστηκαν ἀκόμη νέες πτέρυγες πολλῶν μονῶν καὶ διάφορα μικρὰ ἢ μεγάλα τμήματα σκητῶν καὶ κελλιῶν. Ἡ ἀνόρθωση αὐτὴ ἔγινε τόσο μὲ τὰ προϊόντα τῶν ἐράνων στὶς ὁμόδοξες χῶρες ὅσο καὶ μὲ τὶς γενναῖες χορηγίες τῶν ὀρθοδόξων ἡγεμόνων τῶν σλαβικῶν κυρίως χωρῶν. Οἱ δωρεὲς αὐτὲς στὴν ἀρχὴ τουλάχιστον εἶχαν εὐσεβιστικὰ κίνητρα. Ἀργότερα ὅμως, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ἀφύπνιση τῶν λαῶν μεταβλήθηκαν ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους καὶ τοὺς Ρώσους σὲ μέσα ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς.
Οἱ μὲν Βούλγαροι, ἐκτὸς τῆς μονῆς Ζωγράφου, ποὺ ἀνέκαθεν ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν ἔλεγχό τους, κατέλαβαν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα τὴ μονὴ Χελανδαρίου καὶ γύρω στὸ 833-1837 τὸ παλιὸ Κελλὶ τοῦ Ξυλουργοῦ, τὸ ὁποῖο μετέτρεψαν στὴν κοινοβιακὴ σκήτη Βογορόδιτσα, οἱ δὲ Ρῶσοι, ποὺ ἐπανῆλθαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὸ 1840, κατέλαβαν τὴν ἔρημη τότε σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία (1839) καὶ τὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (1849) στὶς Καρυὲς καὶ στὶς θέσεις τους ἔκτισαν καταπληκτικὰ σὲ μέγεθος καὶ πλούτη κτήρια, τὰ ὁποῖα καὶ μετέτρεψαν σὲ κοινοβιακὲς σκῆτες. Μετὰ δὲ τὴν ἐκλογὴ Ρώσου ἡγουμένου στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος κατανοήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τὰ σχέδια ποὺ εἶχε ἡ πανσλαβικὴ κίνηση τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα τελικὰ ματαίωσαν οἱ Βαλκανικοὶ πόλεμοι.
Στὶς 2 Νοεμβρίου τοῦ 1912 μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ «Ἀβέρωφ» κατέφθασε στὴ Δάφνη καὶ ναυτικὰ ἀγήματα κατέλαβαν τὴ χερσόνησο. Τὰ μοναστήρια ποὺ πεντακόσια σχεδὸν χρόνια ἔκρυβαν μέσα τοὺς τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους, πανηγύρισαν τὴν πραγματοποίηση τοῦ ὀνείρου τους μὲ κωδονοκρουσίες καὶ πανηγύρεις. Ἀντίδραση τῶν Ρώσων καὶ Βουλγάρων ἀπέτυχε.. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν, ὕστερα ἀπὸ ὁλονύκτια ἀγρυπνία στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου σύνταξαν μπροστὰ στὴν ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ «Ἄξιόν ἐστιν», μνημειῶδες ψήφισμα, μὲ τὸ ὁποῖο διέταξαν «ἵνα ἡ ἑλληνικὴ σημαία ἐξακολουθεῖ εἰς τὸ διηνεκὲς νὰ κυματίζει ἐπὶ πασῶν τῶν ἱερῶν μονῶν καὶ τῶν ἐξαρτημάτων αὐτῶν, ὡς σύμβολον κυριότητος τὸ ἴδιο Σῶμα κήρυξε ἀναλλοιώτους τὰς θεμελιώδεις βάσεις του ἐν ἰσχύει αὐτοδιοικήτου μοναστηριακοῦ πολιτεύματος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπέκρουσε ἐντόνως… τὴν ἰδέαν τῆς διεθνοποιήσεως, ἢ οὐδετεροποιήσεως ἢ συγκυριαρχίας ἢ συμπροστασίας… γιατὶ θεωρεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀναποσπάστως ἡνωμένον μετὰ τοῦ ὅλου ἐδάφους τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου… καὶ προσεκάλεσε τοὺς Ἁγιορείτας πατέρας καὶ ἀδελφούς, τοὺς ζηλωτὰς τῆς δόξης τῶν ὁμολογητῶν καὶ μαρτύρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ ἑτοιμασθῶσιν διὰ τὸν ἁμαράντινον τοῦ μαρτυρίου στέφανον», σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἀποσποῦσαν τὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος.
Ὕστερα, ἀπὸ ἀντιφατικὲς ἀποφάσεις τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς ἐποχῆς (1913), στὶς ὁποῖες ὁδηγοῦσαν οἱ ρωσικὲς ἀξιώσεις πάνω στὸν Ἄθω, ἡ Συνθήκη τοῦ Λονδίνου (1923) ἀναγνώρισε τὴν ἑλληνικὴ κυριαρχία σ᾿ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1924 συντάχθηκε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν ὁποῖο κατοχύρωσε Νομοθετικὸ Διάταγμα καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα τοῦ ἔτους 1926 μὲ τὰ ἄρθρα του 106-109. Τὰ ἴδια αὐτὰ ἄρθρα ἐπαναλαμβάνουν καὶ τὰ μετέπειτα συντάγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους μὲ φραστικὲς μόνο ἀλλαγές.
Στὸ μεταξὺ προκλήθηκαν πνευματικὰ προβλήματα στοὺς Ρώσους Ἁγιορεῖτες μοναχούς.
Ὅπως κατὰ τὶς ἔριδες τῶν ἡσυχαστῶν (14ος αἰώνας) καὶ τῶν μνημοσύνων (18ος αἰώνας) ταλαιπωρήθηκαν πολλοὶ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἔτσι καὶ κατὰ τὰ ἔτη 1912-1914 ταράχθηκε πάλι ὁ Ἄθως καὶ μειώθηκαν ἀριθμητικὰ οἱ ρῶσοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ὕστερα ἀπὸ τὴ διαμάχη ποὺ προέκυψε μεταξὺ τῶν τελευταίων γύρω ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἀπαγγελίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρόβλημα γεννήθηκε στὸν Καύκασο τὸ ἔτος 1907, ὅταν ὁ Ἱερομόναχος Ἱλαρίων, ἀντιπρόσωπος τοῦ Μετοχίου «Σίμων ὁ Χαναναῖος» τῆς ρωσικῆς ἁγιορείτικης μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, δημοσίευσε βιβλίο μὲ τίτλο «Ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ Καυκάσου», στὸ ὁποῖο ὑποστήριξε ὅτι ἡ συνεχὴς ἀπαγγελία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ σῴζει τὸν ἄνθρωπο καθόσον ὁ Θεὸς ἐνυπάρχει στὸ ὄνομά του. Τὸ βιβλίο αὐτό, ποὺ γνώρισε ἄλλες δυὸ ἐκδόσεις (1910, 1912) προκάλεσε θεολογικὲς συζητήσεις, ἀντιρρήσεις καὶ ἔριδες ἀκόμη καὶ ἐκδόσεις πολλῶν ἐντύπων στοὺς ρωσικοὺς κυρίως μοναχικοὺς κύκλους μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν θέσεων τοῦ Ἱλαρίωνα, ποὺ οἱ ἀντιφρονοῦντες τοὺς ὀνόμαζαν «Ὀνοματολάτρες», μὲ θεωρητικὸ ἀρχηγό τους τὸ μοναχὸ τῆς ρωσικῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Ἀντώνιο Bulatovic, ἄρχισαν νὰ πιέζουν σοβαρὰ τοὺς Ρώσους Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ποὺ δὲν ἐδέχοντο τὶς ἀπόψεις τους. Μεταξὺ τῶν τελευταίων ἦταν οἱ ἱερομόναχοι Ἀλέξιος ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Θηβαΐδος καὶ Χρύσανθος ἀπὸ τὴν σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, καθὼς καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ρώσων Μισαήλ, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ πιέστηκαν, προσέφυγαν στὴν ἀρχὴ μὲν στὴν Ἱερὰ Κοινότητα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, τῆς ὁποίας ἡ ἐπέμβαση δὲν ἔφερε κανένα ἀποτέλεσμα, ἀργότερα δὲ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο καταδίκασε τοὺς ὀνοματολάτρες. Παράλληλα ἔγιναν καὶ σχετικὲς ἐνέργειες ἀπὸ τοὺς ἀντι-ονοματολάτρες, πρὸς τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔστειλε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Νίκωνα νὰ λύσει τὸ πρόβλημα. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε ἡ προσπάθεια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἄγημα τοῦ ρωσικοῦ ναυτικοῦ μετήγαγε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913, 833 Ρώσους Ἁγιορεῖτες μοναχούς. Τοὺς μετέφερε μὲ ρωσικὸ πολεμικὸ πλοῖο στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλους ἀπέστειλαν καὶ περιόρισαν σὲ διάφορες μονὲς καὶ ἄλλους, μάλιστα τοὺς δόκιμους, ἐπέστρεψαν στὰ πατρικὰ σπίτια τους.
Ἔτσι, ἡ θεολογικὴ αὐτὴ διαμάχη, ποὺ εἶχε διεθνεῖς ἐπιπτώσεις, σταμάτησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, συνεχίστηκε ὅμως ἀργότερα στὴ Ρωσία, ἐξακολουθεῖ δὲ νὰ συζητεῖται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´ μὲ σιγίλλιό του (1913) ρύθμισε τὸ ἐπίμαχο θέμα τοῦ λεγόμενου «Τριμεριδίου» ποὺ δημιούργησε ἀκόμη καὶ ἔριδες μεταξὺ τῶν Κελλιωτῶν καὶ τῶν Μοναστηριακῶν μοναχῶν.
Κατὰ τὴ γερμανικὴ κατοχὴ (1941-1944) παρέμεινε ἡ αὐτονομία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὕστερα ἀπὸ ἐπιστολὴ μὲ εἴκοσι σφραγίδες τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς τὸν Χίτλερ, μὲ τὴν ὁποία τοῦ ζητοῦσαν νὰ θέσει τὴν Ἀθωνικὴ Πολιτεία κάτω ἀπὸ τὴν προσωπική του προστασία.
Τὸ 1963 οἱ Ἁγιορεῖτες ἑόρτασαν πανηγυρικὰ τὴν πρώτη χιλιετηρίδα τοῦ ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου στὸν Ἄθω. Στὶς πλούσιες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις παραβρέθηκαν ἀντιπρόσωποι οἱ προκαθήμενοι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ πολυάριθμοι παρατηρητὲς τῶν ἑτεροδόξων.
Τὴ μείωση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν ποὺ παρατηρήθηκε κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες διαδέχθηκε ἐλπιδοφόρα αὔξηση, τῆς ὁποίας πρῶτο ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ μετατροπὴ τῶν ἑξῆς πέντε ἰδιορρύθμων μονῶν σὲ κοινοβιακές: Σταυρονικῆτα (1971), Φιλοθέου (1973), Μ. Λαύρας (1981), Δοχειαρίου (1981) καὶ Ξηροποτάμου (1982). Ἔτσι οἱ κοινοβιακὲς μονὲς φθάνουν σήμερα τὶς 16. Ἂν καὶ τὰ πνευματικὰ φαινόμενα δὲν ἐκφράζονται ποτὲ μὲ ἀριθμούς, ὅμως ἡ πρόσφατη αὔξηση τῶν Ἀθωνιτῶν μοναχῶν στὴν ὑλιστικὴ ἐποχή μας θεωρεῖται ὅτι προοιωνίζει νέα ἄνθηση τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ.
5. Σύγχρονη ἐποχή
Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω, ποὺ ἡ περιοχή του ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Μεγάλη Βίγλα καὶ ἑξῆς, ἀποτελεῖ σήμερα κατὰ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους αὐτόνομο καὶ αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στηρίζεται σὲ αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλλα καὶ τυπικά, σὲ πατριαρχικὰ σιγίλλια, σὲ σουλτανικὰ φιρμάνια, στοὺς ἰσχύοντες Γενικοὺς Κανονισμοὺς καὶ στοὺς ἀρχαιότατους μοναχικοὺς θεσμοὺς καὶ τὰ παλαιότατα ἁγιορείτικα καθεστῶτα.
Μὲ τὸν Καταστατικὸ αὐτὸ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ὁποῖος συντάχθηκε ἀπὸ πενταμελῆ ἁγιορείτικη Ἐπιτροπὴ τῆς διπλῆς ἔκτακτης Σύναξης μὲ τὴ συνεργασία ἁρμόδιου νομικοῦ φορέα, ψηφίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀντιπροσώπους τῶν εἴκοσι μονῶν τοῦ Ἄθω, ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ κυρώθηκε μὲ νόμο ἀπὸ τὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, καθορίζονται τὰ ἀρχαῖα ἁγιορείτικα καθεστῶτα καὶ ὁ τρόπος τῆς σύγχρονης λειτουργίας τους.
Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἀρχαίων προνομιακῶν καθεστώτων τοῦ Ἁγίου Ὄρους τελεῖ ὡς πρὸς μὲν τὸ πνευματικὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὴν ἀνώτατη ἐποπτεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα πρέπει νὰ μνημονεύεται σ᾿ ὅλα τὰ Ἀθωνικὰ καθιδρύματα, ὡς πρὸς δὲ τὸ διοικητικὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Τοῦ τελευταίου ἡ κυριαρχία στὴν Ἀθωνικὴ Πολιτεία ἐκφράζεται μὲ τὴν παρουσία στὶς Καρυὲς Πολιτικοῦ Διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπάγεται στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν, ἐποπτεύει τὴ λεπτομερειακὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου καὶ ἐξασφαλίζει μὲ τὴ βοήθεια μικροῦ ἀριθμοῦ ὑπαλλήλων τὴ δημόσια τάξη καὶ ἀσφάλεια.
Ὁλόκληρη ἡ Ἀθωνικὴ Χερσόνησος εἶναι ἀναπαλλωτρίωτη καὶ ἀνήκει κατὰ προκαθορισμένα ἐδαφικὰ τμήματα στὶς ἑξῆς κατὰ τάξη εἴκοσι μονές: Ι. Μ. Λαύρας, 2. Βατοπεδίου, 3. Ἰβήρων, 4. Χελανδαρίου, 5. Διονυσίου, 6. Κουτλουμουσίου, 7. Παντοκράτορος, 8. Ξηροποτάμου, 9. Ζωγράφου, 10. Δοχειαρίου, 11. Καρακάλλου, 12. Φιλοθέου, 13. Σίμωνος Πέτρας, 14. Ἁγίου Παύλου, 15. Σταυρονικῆτα, 16. Ξενοφῶντος, 17. Γρηγορίου, 18. Ἐσφιγμένου, 19. Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ 20. Κωνσταμονίτου. Οἱ μονὲς αὐτὲς ἔχουν τὴ νομοθετική, τὴ διοικητικὴ καὶ τὴν ἐκτελεστικὴ ἐξουσία τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τὴν πρώτη ἐξουσία, τὴ νομοθετική, ἀσκεῖ Σύναξη ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἰσάριθμους ἀντιπροσώπους τῶν μονῶν, καὶ συνέρχεται στὶς Καρυὲς δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Σὲ ἔκτακτες περιστάσεις οἱ ἀντιπρόσωποι διπλασιάζονται.
Τότε ἡ Σύναξη καλεῖται Ἔκτακτος διπλή.
Τὴ δεύτερη ἐξουσία, τὴ διοικητική, τὴν ἀσκεῖ ἡ Ἱερὰ Κοινότης. Ἀποτελεῖται ἀπὸ εἴκοσι ἀντιπροσώπους, δηλαδὴ ἕνα ἀπὸ κάθε μονή, ποὺ ἐκλέγονται τὶς πρῶτες μέρες τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους μὲ ἐνιαύσια θητεία. Προεδρεύεται ἀπὸ τὸν Ἀντιπρόσωπο τῆς Μ. Λαύρας.
Τὴν τρίτη ἐξουσία, τὴν ἐκτελεστική, ἀσκεῖ ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία τὴν ὁποίαν ἀποτελοῦν τέσσερα μέλη, ποὺ ἐκλέγονται κάθε πρώτη Ἰουνίου ἀπὸ τὶς μονὲς ποὺ ἔχουν σειρὰ Ἐπιστασίας, κατὰ τὴν ἀκόλουθη αὐστηρὰ καθορισμένη τάξη:
Α. Μ. Λαύρας, Δοχειαρίου, Ξενοφῶντος, Ἐσφιγμένου
Β. Βατοπεδίου, Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου, Σταυρονικῆτα
Γ. Ἰβήρων, Παντοκράτορος, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας
Δ. Χελανδαρίου, Ξηροποτάμου, Ἁγ. Παύλου, Γρηγορίου
Ε. Διονυσίου, Ζωγράφου, Ἁγ. Παντελεήμονος, Κωνσταμονίτου
Ἔτσι ὁ ἀντιπρόσωποι κάθε τετράδας μονῶν ἐκλέγονται κάθε πέντε χρόνια.
Ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς πρώτης μονῆς σὲ κάθε τετράδα καλεῖται Πρωτεπιστάτης, οἱ ἄλλοι τέσσερεις Ἐπιστάτες, οἱ ὁποῖοι καὶ κρατοῦν τὰ ἰσάριθμα τεμάχια τῆς κοινῆς σφραγίδας. Τὰ μέλη τῆς Ἐπιστασίας ἔχουν ἐνιαύσια θητεία (1 Ἰουνίου-31 Μαΐου) καὶ ἐκτελοῦν τὶς ἀποφάσεις τῶν παραπάνω ἐξουσιῶν.
Στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας βρίσκονται τέσσερις λαϊκοί, τοὺς ὁποίους οἱ μοναχοὶ ὀνομάζουν «Σεϊμένηδες» ὁ ἕνας, ποὺ προΐσταται τῶν ἄλλων, καλεῖται «Πολιτάρχος», φοροῦν τὴν ἐνδυμασία τῆς φουστανέλλας καὶ διεκπεραιώνουν καθήκοντα κλητήρα.
Τὸν Πρωτεπιστάτη ἀκολουθεῖ πάντοτε ἕνας σεϊμένης. Παράλληλα ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία διευθύνει καὶ τοὺς «Σερδάρηδες». Πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀριθμὸ προσώπων ποὺ περιπολοῦν τὰ μοναστικὰ ἱδρύματα, ἐνδιαφέρονται γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ τάξη καὶ ἐλέγχουν τὰ ὅρια καὶ τὸ ἐπίνειο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ νὰ μὴ εἰσέρχονται σ᾿ αὐτὸ ἀπαγορευμένα ἄτομα καὶ ζῷα.
Τὴ δικαστικὴ ἐξουσία ἀσκοῦν οἱ διοικήσεις τῶν μονῶν, ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία, ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ πολιτικὰ δικαστήρια τῆς Θεσσαλονίκης. Τὰ πταίσματα καὶ ἄλλες μικροπαραβάσεις δικάζονται σὲ πρώτη βαθμίδα ἀπὸ τὶς μονὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Ἐπιστασία, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ποὺ ἔγινε ἡ παράβαση, σὲ δεύτερη βαθμίδα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα καὶ σὲ τρίτη ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ὁριακὲς διαφορὲς κρίνονται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα σὲ πρῶτο βαθμὸ καὶ τὴ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τελεσίδικα. Τὰ ἀδικήματα σὲ βαθμὸ πλημμελήματος καὶ κακουργήματος ἐκδικάζονται ἀπὸ τὰ ἀνάλογα πολιτικὰ δικαστήρια τῆς Θεσσαλονίκης. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν σήμερα ἡ πολίχνη τῶν Καρυῶν, ὁ οἰκισμὸς τῆς Δάφνης καὶ πολυάριθμα μοναστικὰ καθιδρύματα ποὺ διακρίνονται ἀπὸ πλευρᾶς αὐτονομίας σὲ δυὸ κατηγορίες: τὰ κυρίαρχα καὶ τὰ ἐξαρτηματικά. Ἡ πολίχνη τῶν Καρυῶν βρίσκεται στὸ μέσο περίπου τῆς χερσονήσου καὶ εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἁγιορείτικης Πολιτείας. Ἀποτελεῖται ἀπὸ ὀγδόντα περίπου χωριστὲς οἰκίες στὶς ὁποῖες στεγάζονται οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν εἴκοσι μονῶν, ἤτοι τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας, οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες, οἱ ὑπηρεσίες κοινοφελῶν ὀργανισμῶν, μικρὸς ἀριθμὸς ἐμπορευομένων λαϊκῶν καὶ μοναχῶν καὶ διάφοροι κελλιῶτες μοναχοί.
Στὸ κέντρο τῆς πολίχνης ὑψώνεται ὁ ἱστορικὸς ναὸς τοῦ Πρωτάτου, ὁ Πύργος, καὶ τὸ μεταγενέστερο κτήριο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας.
Ὁ οἰκισμὸς τῆς Δάφνης βρίσκεται στὸ μέσο περίπου τῆς δυτικῆς παραλίας τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἐπίνειο ὁλοκλήρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στὸν οἰκισμὸ αὐτὸ λειτουργοῦν τελωνεῖο, ταχυδρομεῖο, τηλεγραφεῖο, ἀστυνομικὸς σταθμός, ὑποδηματοποιεῖο, πανδοχεῖο καὶ 2-3 παντοπωλεῖα. Οἱ κάτοικοί της, ποὺ δὲν ὑπερβαίνουν τοὺς εἴκοσι, δὲν εἶναι μόνιμοι. Ὁ μικρὸς οἰκισμὸς τῆς Δάφνης ἐδαφικὰ ἀνήκει ἀπὸ μισὴ στὶς γειτονικὲς μονὲς Ξηροποτάμου καὶ Σίμωνος Πέτρας.
Κυρίαρχα ἱδρύματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι τὰ 20 μοναστήρια ἢ μονές, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός, σύμφωνα μὲ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη παραμένει ἀμετάβλητος. Ἀκόμη σύμφωνα μὲ τοὺς ἱδρυτικοὺς καὶ ἄλλους προστατευτικοὺς καὶ κτηματικοὺς τίτλους κάθε μονὴ εἶναι αὐτοδιοίκητη, δὲν ὑπόκειται ἱεραρχικὰ σὲ καμιὰ ἐπισκοπικὴ δικαιοδοσία, ἐκτὸς τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δὲν ἔχει κανένα περιορισμὸ στὸν ἀριθμὸ τῶν μοναχῶν της, ἔχει δική της περιουσία, καθὼς καὶ κυριότητα σὲ τμῆμα τῆς χερσονήσου τοῦ Ὄρους. Ὅλες οἱ μονὲς ὀνομάζονται Βασιλικές, γιατὶ ἱδρύθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ ἢ συνδρομὴ βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, Πατριαρχικές, γιατὶ μὲ τὴν κατὰ καιροὺς ἔκδοση πατριαρχικῶν σιγιλλίων τέθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ Σταυροπηγιακές, γιατὶ στὰ θεμέλιά τους τοποθετήθηκε σταυρὸς ἀπὸ Πατριάρχη ἢ ἐπίσκοπο.
Ἀπὸ τὶς εἴκοσι ἁγιορείτικες μονὲς οἱ δεκαέξι λειτουργοῦν σήμερα ὡς κοινόβια ἱδρύματα καὶ οἱ ὑπόλοιπες τέσσερις ὡς ἰδιόρρυθμα. Στὴν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ μονὲς Μ. Λαύρας, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Καρακάλλου, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας, Ἁγίου Παύλου, Σταυρονικῆτα, Ξενοφῶντος, Γρηγορίου, Ἐσφιγμένου, Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ Κωνσταμονίτου. Στὴ δεύτερη οἱ Βατοπεδίου, Ἰβήρων, Χελανδαρίoυ καὶ Παντοκράτορος. Στὰ κοινόβια προΐσταται ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος ἐκλέγεται ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐξουσία καὶ εἶναι ἰσόβιος. Ὁ ἡγούμενος μὲ μικρὸ ἀριθμὸ ἐγκρίτων μοναχῶν, τὴ Γεροντία, ἀσκοῦν τὴ διοικητικὴ ἐξουσία τῆς μονῆς. Τὴν ἐκτελεστικὴ τὴν ἀσκεῖ ὁ ἡγούμενος μὲ 2-3 μοναχοὺς ἐκ περιτροπῆς ἀπὸ τὴ Γεροντία, τοὺς Ἐπιτρόπους, τῶν ὁποίων ἡ θητεία εἶναι ἐτήσια. Στὰ κοινόβια τὰ πάντα εἶναι κοινὰ στοὺς μοναχούς. Ἡ στέγη, ἡ ἐργασία, ἡ τροφή, ἡ ἐνδυμασία καὶ ἡ προσευχή.
Ὑποχρεώσεις καὶ δικαιώματα ἔχουν ὅλοι ἐξίσου. Ἀντίθετα μὲ τὸ μοναρχικὸ σχεδὸν πολίτευμα τῶν κοινοβίων, τὰ ἰδιόρρυθμα ἔχουν πολίτευμα ὀλιγαρχικό. Διοικοῦνται ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τῶν Προϊσταμένων, καθ᾿ ἕνα ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐκλέγει τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα, μόλις κενωθεῖ μία θέση.
Οἱ Προϊστάμενοι διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή τους, εἶναι ἰσόβιοι καὶ ἐκτελοῦν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοί, διάφορα διακονήματα μὲ μικρὴ ἀντιμισθία.
Στὰ ἰδιόρρυθμα κοινὴ εἶναι μόνο ἡ στέγη, κοινὴ καὶ ἰδιωτικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐργασία καὶ μόνο ἰδιωτικὴ ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία. Τὰ ἰδιόρρυθμα, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, προῆλθαν ἀπὸ τὴ χαλαρότητα στὰ αὐστηρὰ μοναχικὰ ἤθη, ποὺ καὶ ἐκείνη γεννήθηκε ἀπὸ τὶς διάφορες περιπέτειες τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸν 16ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς.
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Ἀθωνικῶν μονῶν τέλος, οἱ δέκα ἑπτὰ εἶναι ἑλληνικές, ἤτοι ἡ Μ. Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Ξηροποτάμου, Δοχειαρίου, Καρακάλλου, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας, Ἁγίου Παύλου, Σταυρονικῆτα, Ξενοφῶντος, Γρηγορίου, Ἐσφιγμένου καὶ Κωνσταμονίτου, μιὰ ρωσική, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, μιὰ βουλγαρική, τοῦ Ζωγράφου, καὶ μία σερβική, τοῦ Χελανδαρίου.
Ὅλες οἱ παραπάνω μονὲς ἀδιάκριτα ἀπὸ τὸ πολίτευμά τους ἢ τὴν ἐθνικότητά τους εἶναι ἰσότιμες μεταξύ τους καὶ ἀποτελοῦν μὲ τὰ ἐξαρτήματά τους τὴ Μοναχικὴ Συμπολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στὰ παραπάνω κυρίαρχα ἱδρύματα, τὶς μονές, ὑπάγονται διάφορα ἄλλα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐξαρτήματα τῶν πρώτων καὶ εἶναι τὰ ἀκόλουθα: Οἱ Σκῆτες, τὰ Κελλιά, οἱ Καλύβες, τὰ Καθίσματα καὶ τὰ Ἡσυχαστήρια.
Σκήτη εἶναι μοναστικὸ ἵδρυμα, ποὺ βρίσκεται στὸ ἔδαφος τῆς κυρίαρχης μονῆς μὲ πράξη τῆς ὁποίας καὶ ἀνεγέρθηκε, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας καὶ ἐπικύρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἂν καὶ οἱ Σκῆτες εἶναι ἱδρύματα αὐτοκυβέρνητα ἐσωτερικά, ἐν τούτοις οἱ κυρίαρχες μονὲς ἔχουν διάφορα δικαιώματα πάνω σ᾿ αὐτὲς καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν τους εἶναι ὁρισμένος. Ἀπὸ τὶς δώδεκα σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ ὀκτὼ ἀκολουθοῦν τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα ζωῆς, καὶ οἱ τέσσερις τὸ κοινοβιακό. Στὴν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ σκῆτες:
1. τῆς Ἁγίας Ἄννας, 2. τῶν Καυσοκαλυβίων, 3. τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Βατοπεδίου), 4.τοῦ Ἁγίου Ἱ. Προδρόμου (Ἰβήρων), 5.τοῦ Πύργου ἡ Νέα, 6. τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Λάκκου, 7. τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ 8. τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος (Κουτλουμουσίου).
Στὴ δεύτερη 1. τοῦ Τιμίου Προδρόμου (Μ. Λαύρας), 2. τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, 3. τοῦ Προφήτη Ἠλία καὶ 4. τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἢ Βογορόδιτσα. Οἱ ἰδιόρρυθμες σκῆτες ἀποτελοῦνται ἀπὸ χωριστὲς οἰκίες, τὶς Καλύβες, ποὺ πλαισιώνουν ἕνα κεντρικὸ ναό, τὸ Κυριακό, κοντὰ στὸ ὁποῖο διαμένει ὁ κατ᾿ ἔτος Προϊστάμενος τῆς σκήτης, ὁ Δικαῖος. Τὸν Δικαῖο ἐκλέγουν μὲ ἐτήσια θητεία οἱ Γέροντες τῶν Καλυβῶν στὶς 8 Μαΐου συνέρχονται κάτω ἀπὸ τὴν προεδρεία ἀντιπροσώπου τῆς κυρίαρχης μονῆς. Ἡ προσευχὴ στὶς ἰδιόρρυθμες σκῆτες εἶναι ἰδιωτικὴ τὶς καθημερινὲς καὶ κοινὴ τὶς Κυριακὲς καὶ ἑορτές, ὁπότε οἱ μοναχοὶ συνέρχονται στὸ Κυριακὸ καὶ ἐκτελοῦν τὶς Ἀκολουθίες τους. Οἱ μοναχοὶ κάθε Καλύβης, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ὑπερβαίνουν τοὺς τρεῖς ζοῦν ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά τους καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς ποὺ τοὺς παραχωρήθηκε γύρω ἀπὸ τὸν τόπο τῆς διαμονῆς τους. Ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸν τύπο τῆς ἰδιόρρυθμης σκήτης ἀποτελοῦν οἱ κοινόβιες σκῆτες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν σὲ ἀλλοεθνεῖς ὀρθοδόξους Ἅγιορείτες μοναχοὺς καὶ ὁμοιάζουν στὸ κτήριο καὶ τὴ λειτουργία τους μὲ τὶς κοινόβιες μονές. Ἡ διαφορά τους ἀναφέρεται μόνο στὸ ὅτι ὁ Προϊστάμενος τῶν σκητῶν αὐτῶν, ἤτοι τῶν κοινοβιακῶν, λέγεται Ἡγούμενος, ἡ δὲ ἐκλογή του ἐγκρίνεται ἀπὸ τὴν κυρίαρχη μονή. Ἀπὸ τὶς παραπάνω δώδεκα ἁγιορείτικες σκῆτες ἑπτὰ εἶναι ἑλληνικές, δυὸ ρωμαϊκές, δυὸ ρουμανικὲς καὶ μία βουλγαρική.
Τὸ Κελλίον ἀποτελεῖται ἀπὸ εὐρύτατο oικoδόμημα, εἶδος ἀγροτικῆς κατοικίας, μὲ ναΰδριο στοὺς ἐσωτερικοὺς χώρους καὶ μὲ ὁρισμένη ἐδαφικὴ περιοχή. Παραχωρεῖται μὲ ἔγγραφο ἀπὸ τὴν κυρίαρχη μονὴ σὲ τρία πρόσωπα κατὰ τὸ σύστημα τῆς διαδοχῆς. Ὅταν πεθάνει ὁ Γέρων τοῦ Κελλίου τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ δεύτερος, τοῦ δὲ δεύτερου ὁ τρίτος. Τοῦ τελευταίου τὴ θέση τὴν καλύπτει ὁ δόκιμος τὸν ὁποῖο καὶ ἀναγνωρίζει ἀπὸ τότε μόνο ἡ κυρίαρχη μονή.
Οἱ Κελλιῶτες ζοῦν ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς ποὺ τοὺς παραχωρήθηκε καὶ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό τους ποὺ συνήθως εἶναι ἡ ἁγιογραφία καὶ ἡ ξυλογλυπτική.
Ἡ Καλύβη κατὰ τὸ κτήριο ὁμοιάζει μὲ τὸ Κελλίον εἶναι ὅμως μικρότερο καὶ δὲν ἔχει ἐδαφικὴ ἔκταση. Οἱ ἰδιόρρυθμες σκῆτες ἀποτελοῦνται ἀπὸ καλύβες, ποὺ εἶναι ὀργανωμένες σὲ κοινότητες. Καλύβες λέγονται καὶ τὰ ἀπομακρυσμένα ἀπὸ τὴν κυρίαρχη μονὴ καὶ μεταξύ τους μικρὰ οἰκοδομήματα, ποὺ δίδονται σὲ ἕνα ἢ δυὸ πρόσωπα γιὰ ἰσόβια κατοικία, χωρὶς δικαίωμα διαδοχῆς. Μεταξύ τους δὲν ἔχουν καμμιὰ κοινοτικὴ ὀργάνωση.
Ἀνοργάνωτοι συνοικισμοὶ τοῦ εἴδους αὐτοῦ, εἶναι ἡ Καψάλα, ἡ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, τὰ Καρούλια, τὰ Κατουνάκια, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ Προβάτα.
Τὸ Κάθισμα εἶναι μικρὴ Καλύβη κοντὰ σὲ μονὴ ὅπου παραμένει μοναχὸς ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης. Τὸ σιτηρέσιο τοῦ τὸ χορηγεῖ ἡ μονή. Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς Γέρoντες τῶν Καθισμάτων ἀναλάμβαναν νὰ καθοδηγήσουν στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοὺς δόκιμους μοναχοὺς προτοῦ εἰσέλθουν στὴ μονή.
Τὸ Ἡσυχαστήριο εἶναι σπήλαιο ἢ εὐτελὲς συνήθως οἰκοδόμημα, ἀπομακρυσμένο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἱδρύματα. Ἡσυχαστήρια ἢ ἐρημιτήρια βρίσκονται σὲ ἔρημους καὶ δυσκολοπρόσιτους τόπους. Οἱ «ἔνοικοί τους» ζοῦν μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ ἐπιδιώκουν τὴ μυστικὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Στὰ παραπάνω μοναστικὰ ἱδρύματα ζοῦν σήμερα περισσότεροι ἀπὸ χίλιοι τριακόσιοι ὀρθόδοξοι μοναχοὶ ποὺ ἀνήκουν σὲ ἑπτὰ ἐθνικότητες: Τὴν Ἑλληνική, τὴ Σερβική, τὴ Ρουμανική, τὴ Ρωσική, τὴ Βουλγαρική, τὴ Γαλλικὴ καὶ τὴ Γερμανική. Οἱ ἀλλοεθνεῖς Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ προσλαμβάνονται ὡς μοναχοὶ ἢ ποὺ ἐγγράφονται στὴν τάξη τῶν δοκίμων.
Οἱ πνευματικὲς τάξεις τῶν μοναχῶν εἶναι τρεῖς μετὰ τὸ ἐτήσιο στάδιο τῆς δοκιμασίας: τοῦ ρασοφόρου, τοῦ μικρόσχημου καὶ τοῦ μεγαλόσχημου. Ἀπὸ τὴν πρώτη εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ λαϊκὴ τάξη χωρὶς συνέπειες, στὴ δεύτερη δίδονται ἀπὸ τὸν ὑποψήφιο μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν Ἀδελφότητα οἱ γνωστὲς τρεῖς ὑποσχέσεις τῆς ἀγαμίας, τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς ὑπακοῆς -ὁπότε καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ἐπώνυμό του μὲ ἐκεῖνο τῆς μονῆς ποὺ ἀνήκει πλέον- καὶ στὴν τρίτη εἰσέρχονται μοναχοὶ ὥριμης ἡλικίας συνήθως καὶ ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης.
Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἀκολουθοῦν τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Τὸ εἰκοσιτετράωρο τοῦ ἡμερονυκτίου τὸ ὑπολογίζουν μὲ τὸ βυζαντινὸ ρολόϊ ποὺ ρυθμίζεται ἔτσι ὥστε ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ συμπίπτει μὲ τὴ δωδέκατη ὥρα. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὸ χαλδαϊκὸ σύστημα ποὺ ἔχει βάση τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου.
Ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου οἱ Ἀθωνίτες μοναχοὶ ἀφιερώνουν ὀκτὼ ὧρες γιὰ προσευχή, ὀκτὼ γιὰ ἐργασία καὶ ὀκτὼ γιὰ μελέτη καὶ ἀνάπαυση. Πολλὲς φορὲς αὐξάνουν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς σὲ βάρος τῆς ἀναπαύσεως. Ἡ προσευχὴ διακρίνεται σὲ ἰδιωτικὴ καὶ κοινή.
Ἡ πρώτη στηρίζεται στὴ φράση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ποὺ μυστικὰ λέγει ὁ μοναχὸς χρησιμοποιώντας παράλληλα τὸ κομποσχοίνι του κατὰ τὶς ὦρες τῆς ἐργασίας του καὶ κατὰ τὸ χρόνο ποὺ ἐκτελοῦνται ἀργὲς ψαλμῳδίες. Τὴ δεύτερη ἀποτελοῦν οἱ Ἀκολουθίες τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῆς Θείας Λειτουργίας, τῶν Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ἀποδείπνου. Κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, ὁπότε συνήθως πραγματοποιοῦνται ὁλονύκτιες Ἀκολουθίες, αὐξάνονται μέχρι καὶ δέκα τέσσερεις πολλὲς φορὲς οἱ ὦρες τῆς κοινῆς προσευχῆς τοῦ ἡμερονυκτίου. Οἱ ὁλονύκτιες Ἀκολουθίες φθάνουν περίπου τὶς σαράντα τὸ χρόνο.
Ἢ ἐργασία διακρίνεται σὲ ἰδιωτικὴ καὶ κοινή. Ἡ ἰδιωτικὴ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῶν ἰδιορρύθμων μονῶν κυρίως, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεώνονται νὰ προετοιμάσουν μόνοι τους τὴ δίαιτά τους. Τὴν κοινὴ καθορίζουν τὰ διάφορα διακονήματα, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦν οἱ μοναχοί, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῶν προϊσταμένων τους καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι: τοῦ ἡγουμένου (στὰ Κοινόβια μόνο), τῶν Ἐπιτρόπων, τοῦ Σκευοφύλακα, τοῦ Ἀντιπροσώπου στὴν Ἱερὰ Κοινότητα, τοῦ Γραμματέα, τοῦ Βιβλιοφύλακα, τοῦ Τυπικάρη, τοῦ Βηματάρη, τοῦ Ἐφημερίου, τοῦ Διακόνου, τοῦ Ἱεροψάλτη, τοῦ Προαμονάριου στὶς μονὲς ποὺ φυλάσσεται θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἀναγνώστη, τοῦ Κανονάρχη, τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ Ἐπιμελητῆ τῶν παρεκκλησίων, τοῦ Ἀρχοντάρη, τοῦ Ξεναγοῦ, τοῦ Δοχειάρη (ἀποθηκαρίου), τοῦ Μάγκιπα (φούρναρη), τοῦ Μάγειρα, τοῦ Τραπεζάρη, τοῦ Συνοδικάρη, τοῦ Νοσοκόμου, τοῦ Γηροκόμου, τοῦ Καμπανάρη (κωδωνοκρούστη), τοῦ Προσφοράρη, τοῦ Πορτάρη (πυλωροῦ), τοῦ Βορδονάρη ἢ Χατλάρη (σταυλάρχη), τοῦ Δασάρχη, τοῦ Κηπουροῦ, τοῦ Ἀμπελουργοῦ, τοῦ Νυκτοφύλακα, τοῦ Ξυλουργοῦ, τοῦ Σιδηρουργοῦ, τοῦ Ἀρσανάρη, τοῦ Ταχυδρόμου, κ.ἄ. Οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦν στὶς Σκῆτες καὶ τὰ Κελλιὰ ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὴ γεωργία, τὴ μελισσοκομία καὶ τὴν ἁλιεία, ὅσοι παραμένουν στὶς Καλύβες καὶ τὰ Ἡσυχαστήρια καταγίνονται κυρίως μὲ τὴν ἁγιογραφία, τὴ μικροξυλογλυπτικὴ καὶ γενικὰ μὲ τὴν χειροτεχνία.
Οἱ ἐργασίες αὐτὲς γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῶν μοναστηριῶν εἶναι καθημερινὰ καθήκοντα, ποὺ τὰ πρoγραμματίζoυν οἱ προϊστάμενοί τους, ἐνῷ οἱ ἐξαρτηματικοὶ τὰ προγραμματίζουν οἱ ἴδιοι· μὲ αὐτὲς καλύπτουν βασικὲς ἀνάγκες διατροφῆς.
Ἡ δίαιτα τῶν μοναχῶν εἶναι ἁπλὴ στὰ ἰδιόρρυθμα μοναστήρια, στὶς σκῆτες καὶ στὰ κελλιά, λιτὴ στὰ κοινόβια, στὶς Καλύβες καὶ τὰ Καθίσματα, καὶ στοιχειώδης στὰ Ἡσυχαστήρια.
Κρέας καταλύουν μόνο οἱ μοναχοὶ τῶν ἰδιορρύθμων μονῶν καὶ τῶν Κελλιῶν, ἀλλὰ ὄχι πάλι ὅλοι. Τὰ δυὸ λιτὰ γεύματα ποὺ πραγματοποιοῦν κάθε μέρα οἱ μοναχοὶ τὰ μειώνουν σὲ ἕνα, κατὰ τὶς ἡμέρες Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, ὅλοι ὅσοι ζοῦν στὰ Κοινόβια μοναστήρια καὶ στὰ Ἡσυχαστήρια.
Στὴ μελέτη καὶ τὴ φιλοξενία οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ καταβάλλουν ἰδιαίτερη προσπάθεια.
Ἀπὸ τὰ κυριότερα βιβλία ποὺ διαβάζουν εἶναι ὁ Εὐεργετινός, τὸ Πηδάλιο, βιογραφίες ἁγίων καὶ πολλὰ συγγράμματα Πατέρων καὶ ἰδίως τῶν μυστικῶν. Μερικοὶ μάλιστα γνωρίζουν ἀπέξω ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καθὼς καὶ μεγάλα τμήματα ἀπὸ τὰ πατερικὰ ἔργα. Ἡ μελέτη τοῦ εἴδους ἐκείνου εἶναι προσευχή.
Τὴν ἑλληνικὴ παράδοση τῆς φιλοξενίας οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔχουν ἐπεκτείνει ἀδιάκριτα σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες. Τοὺς παρέχουν συνεχῶς καὶ εὐχαρίστως διαμονὴ καὶ τροφή, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις τους. Κάποτε ἕνας εὐρωπαῖος-ἑλληνομαθὴς ἐπισκέπτης ρώτησε ἕναν Ἁγιορείτη μοναχὸ γιατὶ φιλοξενοῦν κάθε μέρα ὅλους τοὺς διερχομένους ἀπὸ τὴ μονή τους χωρὶς καμμιὰ ἀμοιβή. Ἔκπληκτος τότε ἄκουσε τὸν ταπεινὸ μοναχὸ νὰ τοῦ λέγει δείχνοντάς του συγχρόνως μιὰ ἀπεικόνιση τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραὰμ «Ξένους ξένιζε μὴ Θεοῦ ξένος γένη».
Από την ιστοσελίδα του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ